μοναστήρι
κ. μαναστήρι, το, ουσ.
[<μτγν. μοναστήριον, ουδ. του επιθ. μοναστήριος], το μοναστήρι. Υποκορ. μοναστηράκι,
το·
-
κλείνομαι σε μοναστήρι, (και για τα δυο φύλα, ιδίως για γυναίκα)
ακολουθώ το μοναστικό βίο: «είχε μια έντονη ερωτική απογοήτευση, γι’ αυτό
κλείστηκε σε μοναστήρι». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν βγει στο παραθύρι πώς
φοβάμαι μη με δείρει και κλειστώ σε μοναστήρι // για σένα όλα τα ’δωσα,
μ’ όλον τον κόσμο μάλωσα. Σε μοναστήρι θα κλειστώ μαζί σου πια να μην
μπλεχτώ)·
-
μπαίνω σε μοναστήρι, γίνομαι καλόγερος, καλόγρια, μοναχός, μοναχή καλογερεύω:
«απελπίστηκε απ’ τους ανθρώπους και μπήκε σε μοναστήρι». (Λαϊκό τραγούδι: καλόγρια
θε να γινώ, να μπω σε μοναστήρι και ν’ αρνηθώ για πάντα πια, ψεύτη
ντουνιά, πόρτα και παραθύρι)·
-
το μοναστήρι να ’ν’ καλά (κι από καλογέρους!), λέγεται στην περίπτωση
που α. αρνείται κάποιος να αγοράσει το εμπόρευμα που του προσφέρουμε,
γιατί μπορούμε να το διαθέσουμε με μεγάλη ευκολία σε άλλους, που θέλουν να το
αγοράσουν. β. όταν αρνείται κάποιος να μας βοηθήσει, ενώ η βοήθεια που
του ζητάμε, μας προσφέρεται πρόθυμα από άλλους. γ. αρνείται μια γυναίκα
να συνάψει μαζί μας ερωτικές σχέσεις, τη στιγμή που υπάρχει μεγάλη προσφορά
γυναικών. (Λαϊκό τραγούδι: μην κάνεις έτσι, φίλε μου, τώρα για μια γυναίκα· το
μοναστήρι να ’ναι καλά και θα ’βρεις άλλες δέκα).Πολλές
φορές, η φρ. κλείνει με το να! και παρατηρείται κίνηση κατά την οποία τα
δάχτυλα ανοιγοκλείνουν αλλεπάλληλες φορές ακουμπώντας στις άκρες τους,
υπονοώντας στο συνομιλητή το πλήθος.