μολύβι,
το, ουσ. [<μσν. μολύβιν <μτγν.
μολύβιον, μολίβιον, υποκορ. του αρχ. μόλιβος], το μολύβι. 1. καθετί που
είναι πολύ βαρύ, ασήκωτο: «βοήθησε με να μεταφέρω αυτό το μπαούλο, γιατί είναι
σκέτο μολύβι και δεν μπορώ μοναχός μου». 2. άνθρωπος αργόστροφος,
μικρόνους: «έλα δω, ρε μολύβι, που πρέπει να στο πω χίλιες φορές για να το
καταλάβεις!». 3. το βόλι: «έβγαλε το πιστόλι του και τον γέμισε μολύβι».
Υποκορ. μολυβάκι, το·
-
μολύβι για τα μάτια (για τα χείλη), ειδικό καλλυντικό μολύβι διαφόρων
χρωματισμών για το βάψιμο των ματιών (των χειλιών), ιδίως από τις γυναίκες και
τους ηθοποιούς: «έχεις, χρυσή μου, μολύβι για τα μάτια να διορθώσω λίγο το
μακιγιάζ μου;»·
-
πιάνω χαρτί και μολύβι, ετοιμάζομαι
να γράψω κάποιο κείμενο ή να κάνω κάποια αριθμητική πράξη: «πρώτα σκέφτομαι τι
θα γράψω κι έπειτα πιάνω χαρτί και μολύβι || με το μυαλό μου τα βρίσκω όλα
σωστά, όταν όμως πιάνω χαρτί και μολύβι και προσθέτω τα έξοδα, τότε βλέπω πόσο
έξω έπεσα στους λογαριασμούς μου».