μόλις,
επίρρ. και σύνδ. [<αρχ. μόλις],
μόλις·
-
μόλις βγήκε απ’ το φούρνο, βλ. λ. φούρνος·
-
μόλις βγήκε, ο Θεός έσπασε το καλούπι, βλ. λ. καλούπι·
-
μόλις και μετά βίας, βλ. λ. βία·
-
μόλις που ακούγεται, ακούγεται ελάχιστα: «μόλις που ακούγεται η φωνή του
|| μόλις που ακούγεται η αναπνοή του»·
-
μόλις που έφτασε, α. (για πρόσωπα) ακριβώς την ώρα που έφτασε
κάπου: «μόλις που έφτασε στ’ αεροδρόμιο, τον συνέλαβε η Αστυνομία». β.
(για φαγητά) υπήρξε ακριβώς η απαραίτητη, η αναγκαία ποσότητα: «το φαγητό μόλις
που έφτασε κι έτσι δε ρεζιλευτήκαμε στους καλεσμένους μας»·
-
μόλις που (τον) πρόλαβα, (τον) πρόλαβα την τελευταία στιγμή: «μόλις που
πρόλαβα το τρένο || ήθελε ν’ αυτοκτονήσει και μόλις που τον πρόλαβα, πριν πέσει
απ’ το μπαλκόνι»·
-
μόλις σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι, βλ. λ. κρεβάτι·
-
μόλις σηκώθηκα απ’ τον ύπνο, βλ. λ. ύπνος.