μοιράζω,
ρ. [<μσν. μοιράζω <αρχ. μοιρῶ],
μοιράζω· (για χαρτοπαίγνιο) δίνω στον καθένα από τους παίχτες τα χαρτιά που του
αναλογούν σύμφωνα με το παιχνίδι που παίζουμε: «άντε, ρε παιδιά, ποιος μοιράζει;».
(Ακολουθούν 14 φρ.)·
-
γάλα θα μοιράσουμε! βλ. λ. γάλα·
-
δεν έχουμε τίποτα να μοιράσουμε ή δεν έχουμε να μοιράσουμε τίποτα, δεν
υπάρχει κάτι που να δικαιολογεί κάποια διένεξη μεταξύ μας: «αφού δεν έχουμε
τίποτα να μοιράσουμε, ας δώσουμε τα χέρια». Συνών. δεν έχουμε τίποτα να
χωρίσουμε ή δεν έχουμε να χωρίσουμε τίποτα·
-
δεν μπορεί να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρο ή δεν ξέρει να μοιράσει
δυο γαϊδουριών άχυρο, βλ. λ. γαϊδούρι·
-
μοιράζει τα φιλιά της, βλ. λ. φιλί·
-
μοιράζει χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
-
μοιράζουμε τη διαφορά, βλ. λ. διαφορά·
-
μοιράζω ακάλυπτες επιταγές, βλ. λ.επιταγή·
-
μοιράζω φιλιά, βλ. λ. φιλί·
-
μοιράζω φύλλα, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου), βλ. λ. φύλλο·
-
μοιράζω χαμόγελα, βλ. λ. χαμόγελο·
-
μοίρασε σακούλες για εμετό, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. λ. εμετός·
-
όταν ο Θεός μοίραζε μυαλά, αυτός κοιμότανε ή όταν ο Θεός μοίραζε
μυαλά, αυτός είπε όχι ευχαριστώ, βλ. λ. Θεός·
-
ποιος μοιράζει χαρτιά; βλ. λ. χαρτί·
-
τι έχουμε να μοιράσουμε; βλ. φρ. δεν έχουμε τίποτα να μοιράσουμε.