μοίρα,
η, ουσ. [<αρχ. μοῖρα], η μοίρα· η
τύχη, το πεπρωμένο, το ριζικό, το γραφτό. (Λαϊκό τραγούδι: ποια μοίρα
με ζηλεύει ποιο μάτι φθονερό και χάθηκε η αγάπη χωρίς να τη χαρώ).
(Ακολουθούν 42 φρ.)·
-
ακολουθώ τη μοίρα (κάποιου), υφίσταμαι τα ίδια δεινά με κάποιον: «όσοι
δε συμμορφωθούν και δε δείξουν εργατικότητα, θ’ ακολουθήσουν τη μοίρα εκείνων
που απολύθηκαν»·
-
βάζω σε δεύτερη μοίρα (κάτι), βλ. φρ. έχω σε δεύτερη μοίρα (κάτι)·
-
βάζω σε ίδια μοίρα ή βάζω σε ίση μοίρα (κάποιον ή κάτι με κάποιον
άλλον ή με κάτι άλλο), θεωρώ ότι είναι ισότιμος ή ισάξιος: «δεν μπορείς να
βάζεις σε ίδια μοίρα έναν γιατρό μ’ έναν της πρώτης δημοτικού || βάζει σε ίση
μοίρα το κατσαριδάκι του με τη Μερσεντές μου»·
-
βάζω σε πρώτη μοίρα (κάτι), βλ. φρ. έχω σε πρώτη μοίρα (κάτι)·
-
βάζω σε τελευταία μοίρα (κάτι), βλ. φρ. έχω σε τελευταία μοίρα (κάτι)·
-
(δεν) είμαστε στην ίδια μοίρα ή (δεν) είμαστε σε ίση μοίρα, (δεν)
βρισκόμαστε στην ίδια κοινωνική ή οικονομική θέση, (δεν) έχουμε τις ίδιες
ικανότητες ή δυνατότητες: «δεν τον κάνω παρέα, γιατί δεν είμαστε στην ίδια
μοίρα || μ’ αυτόν κάνω πολλή παρέα γιατί είμαστε σε ίση μοίρα || είμαστε στην
ίδια μοίρα εγώ μ’ αυτόν τον αγριάνθρωπο για να μαλώσουμε;»·
-
δεν έχει στον ήλιο μοίρα, βλ. λ. ήλιος·
-
δεν ξέρει τα τρία κακά της μοίρας του, έχει πλήρη άγνοια και για
πράγματα που τον αφορούν και γι’ αυτά που συμβαίνουν γύρω του: «μην τον
παίρνεις σοβαρά, γιατί δεν ξέρει τα τρία κακά της μοίρας του»·
-
είναι άξιος της μοίρας μου! βλ. φρ. είναι άξιος της τύχης μου! λ.
τύχη·
-
είναι της μοίρας μου, βλ. φρ. το ’χει η μοίρα μου·
-
ειρωνεία της μοίρας, βλ. λ. ειρωνεία·
-
έλαχε στη μοίρα μου, μου έτυχε κάτι
δυσάρεστο: «έφυγαν όλοι για διακοπές κι έλαχε στη μοίρα μου να μείνω πίσω να
φυλάω το κλειστό εργοστάσιο»·
-
ενώνουμε τις μοίρες μας, βλ.
συνηθέστ. ενώνουμε τις τύχες μας, λ. τύχη·
-
έχει τα τρία κακά της μοίρας του, είναι εντελώς ηλίθιος, εντελώς βλάκας
ή η όλη του εικόνα, το όλο του παρουσιαστικό είναι πολύ απογοητευτικό: «τον
τελευταίο καιρό κάνει παρέα με κάποιον, που έχει τα τρία κακά της μοίρας του»·
- έχω σε δεύτερη μοίρα (κάτι), θεωρώ κάτι
δευτερεύον, δεν το θεωρώ πολύ σημαντικό: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, έχει σε
δεύτερη μοίρα τα γλέντια και τα ξενύχτια»·
-
έχω σε πρώτη μοίρα (κάτι), δίνω
απόλυτη προτεραιότητα σε κάτι, το θεωρώ πολύ σημαντικό: «μόλις παίρνω το μισθό
μου, έχω πάντα σε πρώτη μοίρα τα έξοδα του σπιτιού»·
-
έχω σε τελευταία μοίρα (κάτι), δε
δίνω σε κάτι σπουδαία σημασία, μου είναι σχεδόν αδιάφορο: «επειδή τον τελευταίο
καιρό έχω οικονομικά προβλήματα, έχω σε τελευταία μοίρα τα γλέντια»·
-
η κοινή των ανθρώπων μοίρα, βλ. λ. άνθρωπος·
-
η μοίρα μου τον άντρα μου, καλό να μου τον εύρει, βλ. λ. άντρας·
-
ήταν γραφτό της μοίρας μου ή ήταν της μοίρας μου γραφτό, βλ. λ. γραφτό·
-
καλή μοίρα! ευχή σε άγαμο νέο ή νέα να βρει καλό και άξιο σύζυγο. Συνών.
καλή τύχη! (α)·
-
κάνω στροφή 180 μοιρών (360 μοιρών), βλ. λ. στροφή·
-
... κι ας μη δω στον ήλιο μοίρα, έκφραση με την οποία δηλώνουμε πόσο
πολύ επιθυμούμε να πραγματοποιηθεί αυτό που μόλις προαναφέραμε: «ας αξιωθώ να
πάω μια φορά μ’ αυτή τη γυναίκα κι ας μη δω στον ήλιο μοίρα». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω
δίπλα την νταμίρα κι ας μη δω στον ήλιο μοίρα)·
-
κλαίει τη μοίρα του, α. διαμαρτύρεται, παραπονιέται, μεμψιμοιρεί
για την κακή του τύχη: «απ’ τη μέρα που έχασε τον πατέρα του, κάθεται και
κλαίει τη μοίρα του». (Λαϊκό τραγούδι: ένας διαβάτης μες το σκοτάδι στο
ξεροβόρι περιπλανιέται, κλαίει τη μοίρα του κι αυτό το βράδυ που είναι
μόνος του και συλλογιέται). β. αδρανεί, δεν κάνει καμιά προσπάθεια
για να διορθώσει κάποια κακή κατάσταση: «απ’ τη μέρα που έπεσε έξω η δουλειά
του, γυρίζει από καφενείο σε καφενείο και κλαίει τη μοίρα του»·
-
λέει τη μοίρα, έχει την ικανότητα να προβλέπει το πεπρωμένο ενός
ανθρώπου διαβάζοντας τις γραμμές της παλάμης του: «οι πιο πολλές τσιγγάνες
ξέρουν να λένε τη μοίρα»·
-
μαύρη μοίρα, ζωή μέσα σε δυσκολίες και δυστυχία, ζωή άτυχη, άθλια.
(Λαϊκό τραγούδι: στο σταθμό του Μονάχου με πέταξε κάπου η μαύρη η μοίρα
μου, μάνα κακομοίρα μου)·
-
με κυνηγά η μοίρα, βλ. φρ. με χτυπά η μοίρα·
-
με χτυπά η μοίρα, με κατατρέχει, με βασανίζει: «δε γνώρισα στη ζωή μου
μια καλή μέρα, γιατί από μικρό παιδί με χτυπά η μοίρα». (Λαϊκό τραγούδι: έσβησα
απ’ τη ζωή, γιατί η μοίρα με χτυπά· - αχ, δεν αντέχω πια)·
-
μου έγραψε η μοίρα ή μου το ’γραψε η μοίρα, είναι το γραφτό μου,
το πεπρωμένο μου: «μου το ’γραψε η μοίρα μου πάντα να υποφέρω». (Τραγούδι: ποιος
το ξέρει, τι μας έγραψε η μοίρα ποιος το ξέρει κι αν μας βρει μαζί και
τ’ άλλο καλοκαίρι, ποιος το ξέρει)·
-
να μην (το) δώσει η μοίρα, βλ. φρ. να μην (το) δώσει ο Θεός, λ.
Θεός·
-
να ’χα πουτάνας ριζικό, να ’χα ακαμάτρας μοίρα, βλ. λ. ακαμάτης·
-
όπου φτωχός κι η μοίρα του, βλ. λ. φτωχός·
-
όπως τα φέρει η μοίρα, όπως έρθουν οι περιστάσεις, όπως τα φέρει η τύχη:
«όπως τα φέρει η μοίρα, θα τ’ αντιμετωπίσουμε, γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε κι
αλλιώς»·
-
το γράφει η μοίρα, (απρόσωπο) είναι της μοίρας, είναι γραφτό: «αν το
γράφει η μοίρα, δε θα μπορέσεις με κανένα τρόπο να πας μπροστά». (Λαϊκό
τραγούδι: μανούλα θα φύγω μην κλάψεις για μένα, η μοίρα το γράφει μονάχος
να ζω)·
-
το γράφει η μοίρα μου, βλ. φρ. το ’χει η μοίρα μου·
-
το ’χει η μοίρα μου, είναι το γραφτό
μου, το πεπρωμένο μου. Συνήθως λέγεται για κάτι κακό: «το ’χει η μοίρα μου να
μην μπορώ να στεριώσω σε μια δουλειά || το ’χει η μοίρα μου να μπλέκω όλο σε
παλιοκαταστάσεις». (Λαϊκό τραγούδι: μάγκα μου, το ’χει η μοίρα σου έτσι
για να τραβιέσαι, για τέτοια μικροπράγματα στην τούφα να πετιέσαι). Συνών. το
’χει το ριζικό μου·
-
τον βάζω σε δεύτερη μοίρα, βλ. φρ. τον έχω σε δεύτερη μοίρα·
-
τον βάζω σε πρώτη μοίρα, βλ. φρ. τον έχω σε πρώτη μοίρα·
-
τον βάζω σε τελευταία μοίρα, βλ. φρ. τον έχω σε τελευταία μοίρα·
- τον έχω σε δεύτερη μοίρα, δεν έχει την απόλυτη
αποδοχή μου, δε με ενδιαφέρει απόλυτα: «δε ξέρω τι κάνεις εσύ με τον τάδε,
πάντως εγώ τον έχω σε δεύτερη μοίρα»·
- τον έχω σε πρώτη μοίρα, τον υπολογίζω, τον
υπολήπτομαι πολύ, ενδιαφέρομαι άμεσα γι’ αυτόν: «απ’ όλους τους φίλους μου τον
τάδε τον έχω σε πρώτη μοίρα»·
- τον έχω σε τελευταία μοίρα, μου είναι σχεδόν
αδιάφορος: «δεν με νοιάζει τι θα κάνει ο τάδε, γιατί τον έχω σε τελευταία
μοίρα».