μισός,
-ή, -ό, επίθ. [<μσν. μισός <μσν.
ἡμισός <αρχ. ἥμισυς· ο τόνος κατά το απλός, διπλός], μισός. 1. που δεν
είναι αρτιμελής, ο ανάπηρος, ο σακάτης: «πώς να μαλώσω μαζί του, δε βλέπεις που
ο άνθρωπος είναι μισός;». 2. το θηλ. ως ουσ. η μισή (βλ. λ.). 3.
το ουδ. ως ουσ. το μισό (βλ. λ.). (Ακολουθούν 35 φρ.)·
-
από μισά ή από μισό, βλ. φρ. μισά μισά·
-
απόμεινε με μισό τσαρούχι, βλ. λ. τσαρούχι·
-
γίνε προφήτης και κράτα τα μισά ή γίνε προφήτης και πάρε τα μισά, βλ. λ. προφήτης·
-
είμαι ένα πτώμα και μισό, βλ. λ. πτώμα·
-
είναι έν’ αρχίδι και μισό, βλ. λ. αρχίδι·
-
είναι ένα ζώο και μισό, βλ. λ. ζώο·
-
είναι ένας βλάκας και μισός, βλ. λ. βλάκας·
-
είναι ένας μαλάκας και μισός, βλ. λ. μαλάκας·
-
είναι το άλλο μου μισό, (και για τα δυο φύλα) αποτελεί αναπόσπαστο
κομμάτι της ζωής μου: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτή τη γυναίκα είναι το άλλο
μου μισό»·
-
η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά, βλ. λ. καθαριότητα·
-
η μισή ντροπή δική μου κι η μισή δική του, βλ. λ. ντροπή·
-
η ντροπή μισή μισή, βλ. λ. ντροπή·
-
και μισό(ς), (ιδίως για μετρήσεις) και κάτι παραπάνω, και λίγο παραπάνω:
«είμαι περίπου ένα εβδομήντα πέντε και μισό || ο διάδρομος θα ήταν περίπου
πέντε μέτρα και μισό»· βλ. και φρ. ένας βλάκας και μισός·
-
κάνει μισές δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
-
λέω τη μισή αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
-
με μισή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
-
με μισό στόμα, βλ. λ. στόμα·
-
μένω με μισό παπούτσι, βλ. λ. παπούτσι·
-
μένω μισός ή μένω ο μισός ή έχω μείνει μισός ή έχω
μείνει ο μισός, α. αδυνατίζω υπερβολικά: «όταν βγήκε απ’ το
νοσοκομείο, είχε μείνει ο μισός || έκανα τρεις μήνες δίαιτα κι έμεινα μισός».
(Λαϊκό τραγούδι: μαυρομάτα μου για σένα εκατάντησα τρελός, θα πεθάνω, δεν
αντέχω, έχω μείνει ο μισός). β. χάνω ένα από τα άκρα μου σε
ατύχημα ή σε τροχαίο δυστύχημα: «γλίτωσε απ’ του χάρου τα δόντια μετά από
τέτοια τράκα, αλλά έμεινε μισός, γιατί έχασε το ένα του το πόδι»·
-
μισά μισά ή μισό μισό, (για έξοδα, για λογαριασμούς ή για μοιρασιές)
από κοινού σε δυο ίσα μέρη: «ό,τι έξοδα κάνουμε, μισά μισά || το λογαριασμό θα
τον πληρώσουμε μισό μισό || ό,τι κέρδη προκύψουν, μισά μισά»·
-
μισή μερίδα, βλ. λ. μερίδα·
-
μισή μπουκιά, βλ. λ. μπουκιά·
-
μισή μερίδα άνθρωπος ή μισής μερίδας άνθρωπος, βλ. λ. μερίδα
-
μισή μπουκιά άνθρωπος ή μισής μπουκιάς άνθρωπος, βλ. λ. μπουκιά·
-
μισή πιθαμή, βλ. λ. πιθαμή·
-
μισή πιθαμή άνθρωπος ή μισής πιθαμής άνθρωπος, βλ. λ. πιθαμή·
-
μισό λεπτό, βλ. λ. λεπτό·
-
μισός άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
-
μοιρασμένη λύπη, μισή λύπη, βλ. λ. λύπη·
-
όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά, βλ. λ. ρούχο·
-
στα μισά του δρόμου ή στου δρόμου τα μισά, βλ. λ. δρόμος·
-
τα μισά της χιλιάδας, πεντακόσα, βλ. λ. πεντακόσοι·
-
τον βλέπω με μισό μάτι, βλ. λ. μάτι·
-
τον κοιτάζω με μισό μάτι, βλ. λ. μάτι·
-
φύλαγε τα ρούχα σου (για) να ’χεις τα μισά, βλ. λ. ρούχο.