μικρός,
-ή, -ό, επίθ. [<αρχ. μικρός], μικρός.
1. που είναι ανίσχυρος: «είσαι μικρός για να τα βάλεις μαζί μου». 2.
που είναι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «είσαι τόσο μικρός, που απαξιώ να
μιλώ μαζί σου». 3. που είναι μικροπρεπής: «έλα τώρα, μη γίνεσαι μικρός και
δώσε το χέρι σου ν’ αγαπηθείτε». 4α. το αρσ. ως ουσ. ο μικρός, το
παιδί, ο μικρός υπηρέτης, ο μικρός υπάλληλος, ιδίως παντοπωλείου, εστιατορίου,
καφενείου ή κουρείου: «τα ψώνια θα σας τα φέρει ο μικρός στο σπίτι». β. με
το μ κεφαλαίο ο Μικρός, χαρακτηρισμός του ποδοσφαιριστή Δημήτρη
Σαραβάκου, επειδή στη δεκαετία του 1980 που έπαιζε στην ομάδα του Παναθηναϊκού
ήταν ο μικρότερος σε ηλικία. 5. το αρσ. στον πλ. ως ουσ. οι μικροί, οι
ανίσχυροι: «οι ισχυροί της γης κάνουν ό,τι θέλουν και την πληρώνουν πάντα οι μικροί».
6α. το θηλ. ως ουσ. η μικρή, η νεαρή υπηρέτρια, η υπηρετριούλα: «πήρε
μια μικρή για να τη βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού». β. η ερωμένη, η
γκόμενα: «πρόσφατα απόκτησε κι αυτός μια μικρή κι είναι όλος χαρά». (Λαϊκό τραγούδι:
και όλα τα φταις εσύ, βρε άμυαλη μικρή). 7. το ουδ. ως ουσ.
το μικρό, το νήπιο, το νεογνό, το βρέφος, το μωρό, το παιδί: «γιατί έβγαλες
έξω το μικρό με τέτοιο κρύο;». 8. το ουδ. ως ουσ. το μικρό (ενν. γράμμα),
το καθένα από τα γράμματα της αλφαβήτου που γράφεται μικρό (α, β, γ…, κ, λ, μ…):
«το πρώτο γράμμα του ονόματός του το έγραψε κεφαλαίο και όλα τα υπόλοιπα τα έγραψε
με μικρά». Συνών. πεζό. Αντίθ. κεφαλαίο / μεγάλο. 9.το
ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα μικρά (με τις προσωπ. αντων. μου, σου, του κ.λπ.)
τα παιδικά χρόνια: «σ’ αυτό το σημείο της φωτογραφίας, είμαι εγώ στα μικρά μου».
(Ακολουθούν 59 φρ.)·
-
απ’ τα μικρά του, από τα παιδικά του χρόνια: «απ’ τα μικρά του έδειχνε τι
κουμάσι θα γίνει! || απ’ τα μικρά του ήταν φιλότιμο παιδί»·
-
από μικρή σπίθα, γίνεται μεγάλη πυρκαγιά, βλ. λ. σπίθα·
-
από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
-
από μικρός στα βάσανα, βλ. λ. βάσανο·
-
από μικρός φαινότανε πως αγαπά τα σύκα, βλ. λ. σύκο·
-
από μικρός φαινότανε πως κάνει την κυρία, βλ. λ. κυρία·
-
από μικρός φαινότανε πως πήγαινε το γράμμα, λ. γράμμα·
-
δεν είναι βόας, δεν είναι κροταλίας, είναι το μικρό φιδάκι ο Διαμαντής, βλ. λ. βόας·
-
δεν είναι μικρό πράγμα να…, βλ. λ. πρά(γ)μα·
-
δεν κουνάω ούτε το μικρό μου το δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
-
δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του το δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
-
δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του το νυχάκι, βλ. λ. νυχάκι·
-
δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του το νύχι, βλ. λ. νύχι·
-
δώρο, και μικρό, μεγάλη χάρη έχει, βλ. λ. δώρο·
-
είναι μικρός στο μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
-
είναι μικρού διαμετρήματος, βλ. λ. διαμέτρημα·
-
είσαι πολύ μικρός για να... ή είσαι πολύ μικρός να..., υποτιμητική
ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που διατείνεται πως μπορεί να μας κάνει κάποιο κακό,
ενώ εμείς τον θεωρούμε ανάξιο λόγου, ασήμαντο, τιποτένιο: «είσαι πολύ μικρός για
να με δείρεις || είσαι πολύ μικρός να με διώξεις απ’ τη δουλειά». Το μικρός,
στο δεύτερο παράδειγμα,δεν έχει σχέση με ηλικία ή με σωματική διάπλαση,
αλλά με κύρος ή με ισχυρή θέση. (Λαϊκό τραγούδι: θαρρείς πως με τραβάς από
τη μύτη, γιατ’ είσαι από τζάκι κι από σπίτι, τέτοιες μηχανές εσύ μη μου πουλάς,
πολύ μικρή μαζί μου είσαι,να γελάς)·
-
έχει καρδιά μικρού παιδιού, βλ. λ. καρδιά·
-
η αγκίδα είναι μικρή, αλλά πονεί, βλ. λ. αγκίδα·
-
η μικρή μαγεριά, κάνει μεγάλα σπίτια, βλ. λ. σπίτι·
-
η μικρή οθόνη, βλ. λ. οθόνη·
-
ή μικρός μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου, πρέπει να παίρνει κανείς
από νωρίς, έγκαιρα τις αποφάσεις που είναι καθοριστικές για τη ζωή του·
-
κάλλιο τ’ αλώνι σου μικρό και νάν’ μοναχικό σου, βλ. λ. αλώνι·
-
με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
-
με τους μικρούς μικρός, με τους μεγάλους μεγάλος, λέγεται για άτομο που συμπεριφέρεται
ή πρέπει να συμπεριφέρεται ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται: «έχει την
τέχνη να συμπεριφέρεται ανάλογα, με τους μικρούς μικρός, με τους μεγάλους μεγάλος»·
-
μικρά γράμματα, βλ. λ. γράμμα·
-
μικρά πράγματα! βλ. λ. πρά(γ)μα·
-
μικρή περιοχή, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. περιοχή·
-
μικρή τρύπα βυθίζει μεγάλο καράβι, βλ. λ. καράβι·
-
μικρό είναι το μάτι σου! βλ. λ. μάτι·
-
μικρό καράβι παίνευε, μεγάλο καβαλίκευε, βλ. λ. καράβι·
-
μικρό κώλο δεν έδειρες, τρανό μη φοβερίζεις, βλ. λ. κώλος·
-
μικρό μου! χαϊδευτική προσφώνηση σε μικρή όμορφη κοπέλα ή σε μικρό όμορφο
νεαρό και γενικά σε αγαπημένο μας πρόσωπο νεαρής ηλικίας. (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι
κι αν έχεις στην καρδιά να μου το λες μικρό μου κι όχι να κάθεσαι να κλαις,
παραπονιάρικό μου)·
-
μικρό πράγμα είναι να… ή μικρό πράγμα το ’χεις να…, βλ. λ. πρά(γ)μα·
-
μικρό το κακό! καθησυχαστική έκφραση για περιορισμένη ζημιά ή βλάβη, τη στιγμή
που θα μπορούσε να ήταν πολύ μεγαλύτερη. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έλα ή
το πάψε ή το σώπα·
-
μικροί μεγάλοι, άτομα κάθε ηλικίας:
«όταν είναι καλός ο καιρός, μικροί μεγάλοι κατεβαίνουν στην παραλία και κάνουν
βόλτα». (Λαϊκό τραγούδι: μικροί μεγάλοι τρέξανε εμένα για να
δούνε, ν’ ακούσουνε γλυκιά πενιά και να φχαριστηθούνε)·
-
μικροί μεγάλοι στο καφενείο, βλ. λ. καφενείο·
-
μικρό(ς) αλλά θαυματουργό(ς), βλ. λ. θαυματουργός·
-
μικρός (μικρή, μικρό) στο μάτι, μεγάλος (μεγάλη, μεγάλο) στο κρεβάτι, βλ. λ. μάτι·
-
μικρός που είναι ο κόσμος! βλ. λ. κόσμος·
-
μιλάμε με τα μικρά μας ονόματα, βλ. λ. όνομα·
-
ο μικρός του καφενείου, βλ. λ. καφενείο·
-
ο μικρός του μαγαζιού, βλ. λ. μαγαζί·
-
ο μικρός του καταστήματος, βλ. λ. κατάστημα·
-
οι μικρές ώρες, βλ. λ. ώρα·
-
όπου ακούς πολλά κεράσια, βάστα και μικρό καλάθι ή όπου ακούς πολλά κεράσια,
κράτα και μικρό καλάθι, βλ. λ. κεράσι·
-
παραμύθια για τα μικρά παιδιά, βλ. λ. παραμύθι·
-
πέφτω στη μικρή κλωστή, βλ. λ. κλωστή·
-
σ’ άγιο, μικρό και τρελό μην τάξεις, βλ. λ. άγιος·
-
τα ακριβά αρώματα, μπαίνουν σε μικρά μπουκάλια, βλ. λ. μπουκάλι·
-
τα μεγάλα ποτάμια, από μικρές πηγές πηγάζουν, βλ. λ. πηγή·
-
την έχει μικρή (ενν. την πούτσα, την ψωλή), το άτομο για το οποίο
γίνεται λόγος, έχει μικρή πούτσα, μικρή ψωλή: «δεν έχει μεγάλη επιτυχία στις
γυναίκες, γιατί την έχει μικρή || αν και την έχει μικρή οι γυναίκες είναι
ξετρελαμένες μαζί του, γιατί ξέρει να κάνει πολλά κόλπα στο κρεβάτι». Αντίθ. την
έχει μεγάλη·
-
τι μικρός που είναι ο κόσμος! βλ. λ. κόσμος·
-
το κάνω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι ή το καταφέρνω με το μικρό μου
(το) δαχτυλάκι ή το μπορώ με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
-
το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό, βλ. λ. ψάρι·
-
το μικρό κεφάλι τρώει το μεγάλο, βλ. λ. κεφάλι·
-
το σπίτι μας είναι μικρό, μα η κοιλιά μας είναι μεγάλη, βλ. λ. σπίτι·
-
τον βάζω κάτω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι ή τον κάνω καλά με το μικρό
μου (το) δαχτυλάκι ή τον καταφέρνω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι ή τον
παλεύω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
-
φτάνει να κουνήσει το μικρό του το δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι.