μιζαμπλί,
η κ. μιζαμπλί, το, άκλ. ουσ. [<γαλλ. mise en plis], η μιζαμπλί·
-
τι την ήθελα τη μιζαμπλί! έκφραση απογοήτευσης ατόμου που καταπιάστηκε ή
ασχολήθηκε με δουλειές ή υποθέσεις που ήταν πάνω από τις δυνάμεις του, από τις
δυνατότητές του και που, ενώ είχε την εντύπωση πως θα ωφεληθεί, τελικά ζημιώθηκε.
Συνών. τι τα ’θελα τα λούσα! / τι τα ’θελα τα μπικουτί! / τι την ήθελα την
περμανάντ!