μηχανικός,
ο, ουσ. [αρσ. του επιθ. μηχανικός], ο
μηχανικός. 1. (ειρωνικά) αυτός που στήνει ή δουλεύει μηχανές, ο
απατεώνας, ο κομπιναδόρος: «πρόσεξε μη σου στήσει καμιά μηχανή, γιατί είναι και
ο πρώτος μηχανικός». 2. ο επαγγελματίας δύτης που μαζεύει σφουγγάρια από
το βυθό της θάλασσας, ο σφουγγαράς: «πολλοί μηχανικοί έχασαν τη ζωή τους
αλιεύοντας σφουγγάρια». (Νησιώτικο τραγούδι: ή μηχανικός θα γίνω ή
στην άμμο θ’ απομείνω, και καλά να με γυμνάσεις τα ποδάρια μη χαλάσεις).
Πολύ χαρακτηριστικός είναι και ο τρόπος με τον οποίο χορεύεται αυτό το
τραγούδι, γιατί, ο πρώτος που σέρνει το χορό, στηρίζεται μόλις και μετά βίας σε
ένα μπαστούνι και χορεύει τρέμοντας, υπονοώντας με τον τρόπο αυτό πως πολλοί
μηχανικοί έμειναν παράλυτοι πάνω στην προσπάθειά τους να αλιεύσουν σφουγγάρια·
-
μηχανικός στα κάρα, ειρωνικός χαρακτηρισμός ατόμου που υποστηρίζει ότι
είναι μηχανικός ή που είναι κακός μηχανικός: «μην πας τ’ αυτοκίνητό σου στον
τάδε, γιατί είναι μηχανικός στα κάρα». Από το ότι το κάρο δεν έχει καμιά σχέση
με τις μηχανές και ως εκ τούτου δε χρειάζεται ποτέ μηχανικό.