μητέρα,
η, ουσ. [<μσν. μητέρα, από το αρχ.
μητέρα, αιτιατ. του ουσ. μήτηρ], η μητέρα. Υποκορ. μητερούλα κ. μητερίτσα,
η·
-
ανύπαντρες μητέρες, βλ. λ. ανύπαντρος·
-
από (τη) μητέρα, από τη μεριά της μητέρας, από το σόι της μητέρας:
«είναι θείος μου από μητέρα»·
-
αργία μήτηρ πάσης κακίας, βλ. λ. αργία·
-
γίνομαι μητέρα, γεννώ το παιδί μου: «μικροπαντρεύτηκε και μικρή μικρή
έγινε μητέρα». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν μια μέρα θα γενείς μητέρα με
παιδάκι, τότε κι εσύ χωρίς να θες, θα μ’ αγαπάς λιγάκι)·
-
μητέρα όλων των μαχών, η πιο μεγάλη, η πιο καθοριστική, η πιο σπουδαία
μάχη, η έκβαση της οποίας καθορίζει απόλυτα το νικητή και την τύχη του
ηττημένου: «ο Χουσεΐν, λίγες μέρες πριν από την έναρξη των συγκρούσεων,
χαρακτήρισε τη μάχη του Κόλπου μητέρα όλων των μαχών»·
-
μητέρα πατρίδα, η χώρα όπου γεννήθηκε κάποιος και για το λόγο αυτό είναι
συναισθηματικά δεμένος μαζί της. Η χρήση της συνήθως από τους ξενιτεμένους: «τ’
όνειρό του είναι να γυρίσει γρήγορα στη μητέρα πατρίδα»·
-
την κάνω μητέρα, (για άντρες) γεννάει το παιδί μου: «ήθελε πολύ ένα
παιδί, γι’ αυτό χάρηκα που την έκανα μητέρα».