μηνιάτικο,
το, ουσ. [ουδ. το επιθ. μηνιάτικος],
ο μηνιαίος μισθός εργαζομένου ή το χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί για ενοίκιο
ενός μηνός: «δε φτάνει σήμερα ένα μηνιάτικο χιλίων ευρώ για να καλύψει τα έξοδα
μιας τετραμελούς οικογένειας || τον πέταξε έξω απ’ το σπίτι, γιατί του
χρωστούσε τρία μηνιάτικα»·
-
του ’κοψα μηνιάτικο, του δίνω ένα πάγιο χρηματικό ποσό κάθε μήνα: «απ’
τη μέρα που χρεοκόπησε, του ’κοψα μηνιάτικο για να ’χει τουλάχιστον τα τσιγάρα
του». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένα. Συνών. του
’κοψα μισθό.