ανάπαυση,
η, ουσ.
[<αρχ. ἀνάπαυσις], η ανάπαυση. 1. η διακοπή, η παύση εργασίας, ιδίως
για ξεκούραση: «κατά τη διάρκεια της βάρδιας μου έχουμε και μισή ώρα ανάπαυση».
2. η καλοπέραση: «μια ζωή είσαι γλέντια κι ανάπαυση». 3. ανάπαυση! ως
στρατιωτικό ή γυμναστικό παράγγελμα για προσωρινή χαλάρωση του σώματος από την
άσκηση και ελαφριά μετακίνηση του αριστερού ποδιού του στρατιώτη ή του
γυμναζόμενου μπροστά και αριστερά·
- βάζω
στην ανάπαυση, (στη γλώσσα της αργκό) διακόπτω, παύω, σταματώ κάποιον από
αυτό που κάνει: «ποιος σ’ έβαλε στην ανάπαυση απ’ τη δουλειά;»·
- βάλε
ανάπαυση! (στη γλώσσα της αργκό) σταμάτα, σώπα, μη μιλάς: «βάλε, επιτέλους,
και λίγο ανάπαυση, βρε παιδάκι μου, γιατί μας έκανες ένα κεφάλι σαν καζάνι με
την πολυλογία σου!»·
- η
αιώνια ανάπαυση, ο θάνατος: «για όλους μας έρχεται κάποια στιγμή η αιώνια
ανάπαυση». Συνών. ο αιώνιος ύπνος / ο τελευταίος ύπνος·
- καλή
ανάπαυση! α. ευχή σε κάποιον που ξαπλώνει για να ξεκουραστεί ή που
μας λέει πως θέλει να πάει να ξαπλώσει για να ξεκουραστεί. β. ευχή για
εκλιπόντα ή στους συγγενείς του εκλιπόντα·
- τον
βάζω στην ανάπαυση, (στη γλώσσα της αργκό) βλ. φρ. τον έχω στην ανάπαυση·
- τον έχω στην ανάπαυση, (στη
γλώσσα της αργκό) α. τον έχω να κάθεται φρόνιμα: «απ’ τη μέρα που τον
ανέλαβε ο τάδε, τον έχει στην ανάπαυση». β. έχω κάποιον υπό τις
προσταγές μου, τον κάνω ό,τι θέλω: «σε σένα μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε, απ’
τη μέρα όμως που τον ανέλαβα εγώ, τον έχω στην ανάπαυση». γ. του αφαιρώ
τις δικαιοδοσίες, την ισχύ που έχει σε κάποιο χώρο, ιδίως εργασιακό: «επειδή
έκανε διάφορες αυθαιρεσίες, τον έχω για λίγο καιρό στην ανάπαυση»·
- τόπος
αναπαύσεως, βλ. λ. τόπος.