μήκος,
το, ουσ. [<αρχ. μῆκος], το μήκος. 1.
(για ιππόδρομο) μονάδα μήκους ίση με το μήκος του σώματος ενός αλόγου: «το
γκανιάν ήρθε πρώτο με μισό μήκος διαφορά από το δεύτερο». 2. (για
κωπηλασία) μονάδα μήκους ίση με το μήκος μιας κωπηλατικής λέμβου: «η διαφορά
του πρώτου απ’ το δεύτερο ήταν δυο μήκη»·
-
(δεν) είμαστε στο ίδιο μήκος κύματος ή (δεν) έχουμε το ίδιο μήκος
κύματος, (δεν) έχουμε τα ίδια ενδιαφέροντα, (δεν) καταλαβαίνουμε καλά ο
ένας τον άλλον, (δεν) επικοινωνούμε: «καλό παιδί ο τάδε, δε λέω, αλλά δεν
είμαστε στο ίδιο μήκος κύματος, κι έτσι δεν μπορούμε να κάνουμε παρέα || με τον
τάδε, απ’ τη μέρα που γνωριστήκαμε, δεθήκαμε πολύ, γιατί έχουμε το ίδιο μήκος
κύματος»·
-
κατά μήκος, λέγεται για κάτι που υπάρχει, συμβαίνει ή που πρέπει να
συμβεί από το ένα άκρο ενός τόπου έως το άλλο, σε όλη την έκταση: «κατά μήκος
της παραλίας υπάρχουν διάφορα ζαχαροπλαστεία || κατά μήκος της παραλίας,
εκτελούνται έργα || κατά μήκος της παραλίας η νέα δημοτική αρχή σκέφτεται να
δημιουργήσει διάφορα κέντρα αναψυχής»·
-
κατά μήκος και κατά πλάτος, σε όλη την έκταση ενός τόπου ή πράγματος:
«κατά μήκος και κατά πλάτος της πεδιάδας, πραγματοποιούνται αρχαιολογικές
ανασκαφές || οι ναύτες άρχισαν να βάφουν το κατάστρωμα κατά μήκος και κατά
πλάτος»·
-
σ’ όλα τα μήκη και πλάτη, σε όλη τη γη, παντού: «έψαξε σ’ όλα τα μήκη
και πλάτη της γης, αλλά δεν μπόρεσε να βρει καλύτερη πόλη απ’ τη Θεσσαλονίκη»·
-
σ’ όλο το μήκος, βλ. φρ. κατά μήκος.