μηδενικός,
-ή, -ό, επίθ. [<μηδέν + κατάλ.
-ικός], μηδενικός· το ουδ. ως ουσ. το μηδενικό, 1. άνθρωπος ανίκανος να
φέρει σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση, άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος,
τιποτένιος. (Τραγούδι: δεν είμαι τίποτα, αφού δεν μπόρεσα να σε κρατήσω, δεν
είμαι τίποτα, είμαι ένα σκέτο μηδενικό). 2. ο παρακατιανός, ο
τελευταίος σε μια κοινωνική ή επαγγελματική τάξη: «δεν μπορώ να καταλάβω γιατί
εσύ, κοτζάμ επιστήμονας, κάνεις παρέα μ’ αυτό το μηδενικό!»·
-
από μηδενική βάση, βλ. λ. βάση·
-
έκανε ένα μεγάλο μηδενικό, δεν έκανε απολύτως τίποτα σε κάτι που του
αναθέσαμε, απέτυχε παταγωδώς: «του ’δωσα να μου τελειώσει μια δουλειά κι έκανε
ένα μεγάλο μηδενικό ο άχρηστος!». Ορισμένες φορές, το μεγάλο διπλασιαζόμενο
και σπάνια η φρ. συνοδεύεται από κίνηση του χεριού, που σχηματίζει στον αέρα με
το δείκτη τεντωμένο ένα μεγάλο μηδενικό·
-
τα τρία μηδενικά, το αποχωρητήριο,
ιδίως αυτό που υπάρχει σε δημόσιους χώρους: «στο σταθμό των τρένων, τα τρία
μηδενικά ήταν μέσ’ στη βρόμα!». Από την ένδειξη 000 αντί του W.C.