μηδέν,
το, ουσ. [<αρχ. μηδέν], το μηδέν·
ως επίρρ., καθόλου, τίποτα: «έχω ένα κάρο δουλειά, αλλά μηδέν λεφτά || μηδέν
φιλότιμο ο φίλος σου». (Λαϊκό τραγούδι: απών στην αγγαρεία, παρών στο
φαγητό, μηδέν στη θεωρία και χρόνια στο στρατό). (Ακολουθούν 11 φρ.)·
-
αποτέλεσμα μηδέν, βλ. λ. αποτέλεσμα·
-
αρχίζω απ’ το μηδέν, βλ. φρ. ξεκινώ απ’ το μηδέν. (Τραγούδι: θα
βγω να τραγουδήσω στο πάλκο θ’ ανεβώ, απ’ το μηδέν θα ξαναρχίσω μαζί σας
να μετρώ)·
-
είναι μηδέν, (για πρόσωπα ή πράγματα)
είναι μηδαμινός: «μπορεί να είναι όμορφο παιδί, αλλά ως άνθρωπος είναι μηδέν ||
τα λεφτά που έχεις εσύ είναι μηδέν μπροστά στα λεφτά που έχει ο τάδε»·
-
έφτασα στο μηδέν, η προσπάθειά μου είχε μηδενική κατάληξη, απέτυχα
εντελώς: «τόσον καιρό πάλευα αυτή τη δουλειά και στο τέλος έφτασα στο μηδέν»·
-
μετράει λιγότερο του μηδενός, (για πρόσωπα ή πράγματα) είναι πέρα για
πέρα αρνητικός, πέρα για πέρα άχρηστος: «δεν ξανακάνω παρέα με τον τάδε, γιατί
μετράει λιγότερο του μηδενός || πλήρωσα ένα σωρό λεφτά γι’ αυτόν τον πίνακα,
αλλά απ’ ό,τι μου ’πει κάποιος ειδικός μετράει λιγότερο του μηδενός || έδωσα
τζάμπα λεφτά γι’ αυτό τ’ αυτοκίνητο, γιατί αποδείχτηκε πως μετράει λιγότερο του
μηδενός»·
-
μηδέν από μηδέν, μηδέν, τίποτα δεν μπορεί να γίνει εκ του μηδενός: «αν
δεν έχεις λεφτά, φιλαράκι, δεν μπορείς να κάνεις δουλειά, γιατί μηδέν από
μηδέν, μηδέν»·
-
μηδέν εις το πηλίκιο (αντί πηλίκο), (για ενέργειες, προσπάθειες ή συζητήσεις)
είχε μηδενικό αποτέλεσμα: «έφαγε τον κόσμο να γλιτώσει απ’ τη χρεοκοπία, αλλά τελικά,
μηδέν εις το πηλίκιο»·
-
ξεκινώ απ’ το μηδέν, αρχίζω μια δουλειά, επιχείρηση, συζήτηση ή διαπραγμάτευση
από το τίποτα, από μηδενική βάση: «ξεκίνησε απ’ το μηδέν κι έγινε μεγάλος και
τρανός || η διαπραγμάτευση θα ξεκινήσει απ’ το μηδέν»·
-
πήρα μηδέν, απέτυχα παταγωδώς: «προσπάθησα να τελειώσω τη δουλειά, πριν
απ’ την προθεσμία που είχα δώσει, αλλά πήρα μηδέν, γιατί, κι απ’ την προθεσμία
που είχα δώσει, ήμουν εκπρόθεσμος». (Λαϊκό τραγούδι: πάντοτε στο τετράδιο
βαθμό έπαιρνα δέκα κι αν στη ζωή πήρα μηδέν,τα φταίει μια
γυναίκα)·
-
σε μηδέν (ενν. χρόνο), βλ. συνηθέστ. σε χρόνο μηδέν, λ. χρόνος·
-
ώρα μηδέν, βλ. λ. ώρα.