μέτρο,
το, ουσ. [<αρχ. μέτρον], το μέτρο.
1. η περίσκεψη, η σύνεση: «δεν έχει μέτρο αυτός ο άνθρωπος». 2.
στον πλ. τα μέτρα, το σύνολο των ενεργειών, ιδίως μιας αρχής ή εξουσίας,
για την επίτευξη συγκεκριμένου σκοπού: «τα μέτρα της τροχαίας δεν απέδωσαν και,
το Σαββατοκύριακο που πέρασε, θρηνήσαμε πάλι ένα σωρό θύματα». (Ακολουθούν 29
φρ.)·
-
αναγκαστικά μέτρα, το σύνολο των ενεργειών, ιδίως μιας αρχής ή εξουσίας,
για την επίτευξη συγκεκριμένου σκοπού σε περίοδο έκρυθμης κατάστασης: «η
κυβέρνηση πήρε μια σειρά αναγκαστικών μέτρων για να πατάξει τις διαδηλώσεις»·
-
άντρας δυο μέτρα ή δυο μέτρα άντρας, βλ. λ. άντρας·
-
(δεν) είναι στα μέτρα μου, (για είδη ένδυσης ή υπόδησης) (δεν) μου
ταιριάζει απόλυτα ως προς το μέγεθος: «αυτό το πουκάμισο είναι στα μέτρα μου ||
αυτά τα παπούτσια δεν είναι στα μέτρα μου»· βλ. και φρ. δεν είναι στο
νούμερό μου, λ. νούμερο·
-
(δεν) έχει την αίσθηση του μέτρου, (δεν) ξεπερνάει με μεγάλη ευκολία τα
παραδεκτά όρια: «μπορεί να κάνει και τα πιο παράλογα πράγματα, γιατί δεν έχει
την αίσθηση του μέτρου || ευτυχώς έχει την αίσθηση του μέτρου και ξέρει πότε
πρέπει να σοβαρευτεί»·
-
είναι ένα μέτρο με τα χέρια στην ανάταση, πρόκειται για πάρα πολύ κοντό
άνθρωπο: «παραπονιέται που δεν τον συμπεριέλαβαν στο τμήμα του σχολείου που
παρέλασε και δε βλέπει που είναι ένα μέτρο με τα χέρια στην ανάταση!»·
-
είναι κομμένο στα μέτρα μου ή είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα
μου, (για είδη ένδυσης ή υπόδησης) βλ. φρ. (δεν) είναι στα μέτρα μου·
βλ. και λ. κομμένος·
-
είναι στα μέτρα μου, α. είναι της ίδιας αξίας, ιδίως είναι της
ίδιας σωματικής δύναμης με μένα: «μ’ αυτόν δέχομαι να παλέψω, γιατί είναι στα
μέτρα μου». β. (για δουλειές ή υποθέσεις) είναι σύμφωνα με τις δυνατότητές
μου: «αυτή τη δουλειά θα την αναλάβω, γιατί είναι στα μέτρα μου·
-
εφαρμόζει δυο μέτρα και δυο σταθμά, δεν
είναι αμερόληπτος, δεν κρίνει αντικειμενικά: «τι κρίση να κάνει αυτός ο
άνθρωπος, απ’ τη στιγμή που εφαρμόζει δυο μέτρα και δυο σταθμά;»·
-
έχει δυο μέτρα και δυο σταθμά, βλ. φρ. εφαρμόζει δυο μέτρα και δυο
σταθμά·
-
θα σε στήσω στα έξι μέτρα, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν
ξαναπείς κακιά κουβέντα για μένα, θα σε στήσω στα έξι μέτρα»·
-
θα σου πάρω τα μέτρα! θα σε τιμωρήσω πάρα πολύ σκληρά, θα σε τιμωρήσω
παραδειγματικά: «αν ξαναβάλεις χέρι στο ταμείο, θα σου πάρω τα μέτρα!». Από την
εικόνα του υπαλλήλου του γραφείου τελετών, που παίρνει τα μέτρα του νεκρού,
προκειμένου να βρει ή να κατασκευάσει την κατάλληλη νεκρόκασα σύμφωνα με το ύψος
του·
-
κεφάλι δίχως μέτρα θέλει χτύπημα στην πέτρα, βλ. λ. κεφάλι·
-
κρίνει με δυο μέτρα και δυο σταθμά, βλ. φρ. εφαρμόζει δυο μέτρα και
δυο σταθμά·
-
λαμβάνω μέτρα, βλ. φρ. παίρνω μέτρα·
-
λαμβάνω τα μέτρα μου, βλ. φρ. παίρνω
τα μέτρα μου·
-
μ’ έστησε στα έξι μέτρα, με τιμώρησε πολύ σκληρά, παραδειγματικά:
«επειδή μ’ έπιασε να κάνω κοπάνα, μ’ έστησε στα έξι μέτρα»·
-
με μέτρο, χωρίς υπερβολή, συντηρητικά: «πρέπει κανείς να ξοδεύει με
μέτρο, αν θέλει να ’χει κι αύριο»·
-
με το μέτρο, (ως μονάδα μέτρησης ή πώλησης, ιδίως για υφάσματα) όχι
παρακάτω από το μέτρο: «μπορείς να μου κόψεις εβδομήντα εκατοστά από αυτό το
ύφασμα; -Δε γίνεται, κυρία μου, γιατί αυτό το ύφασμα πουλιέται με το μέτρο»·
-
μέτρα χωρίς αντίκρισμα, το σύνολο των ενεργειών, ιδίως αρχής ή εξουσίας,
για την επίτευξη συγκεκριμένου σκοπού, που όμως δεν απέδωσαν: «όσα μέτρα κι αν
πήρε η τροχαία, ήταν μέτρα χωρίς αντίκρισμα, γιατί οι δρόμοι γέμισαν πάλι με
νεκρούς»·
-
όλοι παίρνουν δυο μέτρα γη, βλ. λ. γη·
-
παίρνω μέτρα, κάνω συγκεκριμένες ενέργειες, ιδίως ως αρχή ή εξουσία, για
να αντιμετωπίσω κάποιο σοβαρό πρόβλημα ή κάποια δύσκολη κατάσταση: «η κυβέρνηση
πήρε μέτρα για να αντιμετωπίσει την εξάπλωση των ναρκωτικών || η κυβέρνηση πήρε
μέτρα για την πάταξη της φοροδιαφυγής»·
-
παίρνω τα μέτρα, α. μετρώ τις διαστάσεις: «ο πολιτικός μηχανικός
πήρε τα μέτρα του οικοπέδου». β. (για ράφτες ή μοδίστρες) μετρώ τις
διαστάσεις του κορμιού κάποιου, για να του ράψω ένα ρούχο: «θέλω να ράψω
καινούριο κουστούμι και πηγαίνω στο ράφτη μου για να μου πάρει τα μέτρα ||
θέλει να ράψει δικό της νυφικό για το γάμο της, γι’ αυτό ήρθε η μοδίστρα για να
της πάρει τα μέτρα»·
-
παίρνω τα μέτρα μου, κάνω συγκεκριμένες ενέργειες για να προστατεύσω τον
εαυτό μου από ενδεχόμενη ατυχία ή από ενδεχόμενο κακό: «επειδή το σπίτι μου
είναι στην ερημιά, πήρα τα μέτρα μου κι έβαλα παντού συστήματα συναγερμού»·
-
στο μέτρο του δυνατού, βλ. λ. δυνατό·
-
στο μέτρο των δυνάμεων (κάποιου), βλ. λ. δύναμη·
-
στο μέτρο των δυνατοτήτων (κάποιου), βλ. λ. δυνατότητα·
-
του παίρνω τα μέτρα, (για ράφτες) μετρώ τις διαστάσεις ή το ύψος του,
προκειμένου να του ράψω κάποιο ένδυμα: «του παίρνω τα μέτρα, για να του ράψω
ένα κοστούμι»·
-
φέρνω στα μέτρα μου, α. προσαρμόζω κάποιο ρούχο στις ακριβείς
διαστάσεις του κορμιού μου: «επειδή το παντελόνι που αγόρασα ήταν φαρδύ, το
πήγα στο ράφτη για να το φέρει στα μέτρα μου». β. προσαρμόζω κάτι στις
ικανότητες ή τις δυνατότητές μου ή σύμφωνα με τις επιθυμίες ή τα συμφέροντά
μου: «έφερα στα μέτρα μου την κατάσταση και τώρα απολαμβάνω || απ’ τη στιγμή
που έφερα στα μέτρα μου τη δουλειά, θα την παραδώσω στις προθεσμίες που του
υποσχέθηκα»·
-
χωρίς μέτρο, ασύδοτα: «σκορπά τα λεφτά του χωρίς μέτρο».