μεταξύ,
επίρρ. [<αρχ. μεταξύ], μεταξύ.
(Ακολουθούν 17 φρ.)·
-
άγνωστος μεταξύ αγνώστων, βλ. λ. άγνωστος·
-
βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου, βλ. λ. ζωή·
-
βρίσκεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, βλ. λ. φθορά·
-
βρίσκομαι μεταξύ δύο πυρών, βλ. λ. πυρ·
-
βρίσκομαι μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, βλ. λ. Σκύλλα·
-
είμαι μεταξύ δύο πυρών, βλ. λ. πυρ·
-
είναι μεταξύ ζωής και θανάτου, βλ. λ. ζωή·
-
είναι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, βλ. λ. φθορά·
-
θέλω να μείνει μεταξύ μας (κάτι), βλ. φρ. να μείνει μεταξύ μας·
-
μεταξύ κατεργαραίων ειλικρίνεια, βλ. λ. κατεργάρης·
-
μεταξύ μας, έκφραση οικειότητας σε κάποιον: «έλα τώρα, μεταξύ μας τους
τύπους θα κρατάμε;»·
-
μεταξύ μας (σας, τους), α. κρυφά από τους άλλους: «τη δουλειά την
έκαναν μεταξύ τους και δεν πήρε κανένας μας χαμπάρι». β. σε ατμόσφαιρα
οικειότητας ή αμοιβαίας εμπιστοσύνης: «κάθισαν σ’ ένα απόμακρο τραπεζάκι κι
άρχισαν να κουβεντιάζουν μεταξύ τους»·
-
μεταξύ τυρού και αχλαδίου ή μεταξύ τυριού και αχλαδιού, βλ. λ. τυρί·
-
μεταξύ σοβαρού και αστείου, βλ. λ.αστείος·
-
μεταξύ των άλλων βλ. λ. άλλος·
-
να μείνει μεταξύ μας (κάτι), να μην κοινολογηθεί, να μείνει, να
διατηρηθεί μυστικό: «θέλω να σου πω κάτι, αλλά να μείνει μεταξύ μας || έχω
σκοπό να σου πω κάτι, αλλά θέλω να μείνει μεταξύ μας»·
-
στο μεταξύ (εντωμεταξύ), στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ή που θα
μεσολαβήσει: «μέχρι να έρθουν οι άλλοι, πετάχτηκα στο μεταξύ και τέλειωσα μια
δουλίτσα που είχα». (Λαϊκό τραγούδι: κι εντωμεταξύ κι εντωμεταξύ δεν
υπάρχει δίφραγκο ούτε για ταξί).