μεσημέρι,
το, ουσ. [<μτγν. μεσημέριον, ουδ.
του αρχ. επιθ. μεσημέριος], το μεσημέρι·
-
απ’ τα δώδεκα μεσημέρια, πάρα πολύ νωρίς: «αυτός δεν είναι για νυχτερινή
διασκέδαση, γιατί κοιμάται απ’ τα δώδεκα μεσημέρια»·
-
καλό μεσημέρι! ειρωνική έκφραση σε άτομο, που ενδιαφέρθηκε για κάποια
δουλειά ή υπόθεση πολύ αργά, ιδίως όταν αυτή είχε ανατεθεί σε άλλον ή είχε
περατωθεί από κάποιον άλλον. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα·
- μ’ έπιασε το μεσημέρι, αργοπόρησα,
καθυστέρησα: «κάνε γρήγορα να τελειώνουμε, γιατί μας έπιασε το μεσημέρι»·
-
με βρήκε το μεσημέρι, βλ. φρ. μ’ έπιασε το μεσημέρι·
-
με πήρε το μεσημέρι, βλ. φρ. μ’
έπιασε το μεσημέρι·
-
μέρα μεσημέρι, βλ. λ. μέρα·
-
ντάλα μεσημέρι, βλ. λ. ντάλα.