μέση,
η, ουσ. [<αρχ. μέση, θηλ. του
επιθ. μέσος], η μέση. (Ακολουθούν 48 φρ.)·
-
άνοιξε η μέση μου, έχω συνεχή τάση για κατούρημα: «κάθε δυο και τρεις
τρέχω στην τουαλέτα, γιατί κρυολόγησα κι άνοιξε η μέση μου»·
-
αφήνω μέσ’ τη μέση, εγκαταλείπω, ιδίως μέσα σε κλειστό χώρο πράγμα ή
αντικείμενο σε τέτοιο σημείο, που εμποδίζει την κυκλοφορία των ενοίκων: «άφησε
τα μπαγάζια του μέσ’ στη μέση του σαλονιού και δεν μπορούσαμε να περάσουμε»·
-
αφήνω στη μέση, εγκαταλείπω ατέλειωτη μια εργασία, μια προσπάθεια ή μια
υπόθεση, δεν την τελειώνω, δεν την ολοκληρώνω: «μόλις συνάντησε τις πρώτες
δυσκολίες, άφησε στη μέση τη δουλειά κι έφυγε || άφησε τις σπουδές του στη
μέση»·
-
αφήνω την κουβέντα στη μέση, βλ. λ. μέση·
-
βάζουμε στη μέση (κάποιον ή κάποιους), βλ. φρ. τον βάλαμε στη μέση·
-
βγάζω απ’ τη μέση, α. παραμερίζω: «γιατί δε βγάζεις απ’ τη μέση
αυτήν την καρέκλα, απ’ τη στιγμή που βλέπεις πως μας εμποδίζει!». β.
σκοτώνω, φονεύω: «δεν μπορείς να βγάζεις απ’ τη μέση όποιον υποπτεύεσαι πως
μπορεί να σε καρφώσει στην αστυνομία». Συνών. βγάζω απ’ την κυκλοφορία (γ)·
βλ. και φρ. τον βγάζω απ’ τη μέση·
-
βγάζω στη μέση, α. αποκαλύπτω, προδίδω, φανερώνω κάποιον: «θα σου
πως ποιος σε κατηγόρησε, αλλά δε θα με βγάλεις στη μέση». Πρβλ.: και
κατρακύλησε το φέσι μαζί κι ο ναργιλές στη μέση (Λαϊκό τραγούδι).β.
εμφανίζω, παρουσιάζω, θέτω κάτι καινούριο για συζήτηση: «κι εκεί που λέγαμε πως
είχαμε τελειώσει τη συζήτηση, έβγαλε στη μέση ο τάδε το θέμα των προμηθειών»·
-
βγάζω τη μέση μου, κουράζομαι υπερβολικά, ξεμεσιάζομαι: «κουβάλησα μόνος
μου αυτό το μπαούλο κι έβγαλα τη μέση μου»·
-
βγαίνω απ’ τη μέση, α. παύω να μπερδεύομαι κάπου, να αποτελώ
εμπόδιο σε κάποιον: «απ’ τη στιγμή που κατάλαβα πως δε με ήθελαν μαζί τους,
βγήκα απ’ τη μέση και πήγα στο σπιτάκι μου». (Λαϊκό τραγούδι: εσένα πάντως
μη σε νοιάζει τι θα γίνω, από τη μέση οπωσδήποτε θα βγω,μα μια
κατάρα, πριν χωρίσουμε, σου δίνω στον ίδιο δρόμο που με στέλνεις να σε δω).
β.εξουδετερώνομαι: «με την πρώτη μπουνιά που έφαγε, βγήκε απ’ τη
μέση»· βλ. και φρ. φεύγω απ’ τη μέση·
-
βγαίνω στη μέση, επεμβαίνω, παρεμβαίνω, προκύπτω: «την ώρα που είχαν
ανάψει τα αίματα και υπήρχε φόβος για γενική σύρραξη, βγήκε στη μέση ο τάδε και
τους καλμάρισε τα νεύρα»·
-
δεν αλλάζουμε άλογο στη μέση του ποταμού, βλ. λ. άλογο·
-
έγινε λαδιά στη μέση, βλ. λ. λαδιά·
-
κόβω στη μέση (κάτι), χωρίζω κάτι σε δυο ίσα μέρη, προκειμένου να το
μοιράσω σε δυο άτομα σε δυο ομάδες ατόμων: «έκοψε στη μέση την περιουσία του
και τη μοίρασε στα δυο παιδιά του»·
-
κόβω την κουβέντα στη μέση, βλ. λ. κουβέντα·
-
κόβω το καρπούζι στη μέση, βλ. λ. καρπούζι·
-
κόπηκε η μέση μου ή μου κόπηκε η μέση, κουράστηκα υπερβολικά,
ξεμεσιάστηκα: «κόπηκε η μέση μου μέχρι να μεταφέρω όλα τα πράγματα απ’ το
ισόγειο στο τρίτο πάτωμα»·
-
λυγίζω τη μέση μου, α. είμαι δουλοπρεπής, συμπεριφέρομαι με
δουλοπρέπεια: «μόλις δει κανέναν πλούσιο, αμέσως λυγίζει τη μέση του». Από την
εικόνα του ατόμου που σκύβει δουλικά μπροστά σε κάποιον πλούσιο ή ισχυρό. β.
κάνω φιγούρες, τσακίσματα, ιδίως κατά τη διάρκεια του χορού: «σε κάθε γύρισμα
του τραγουδιού, λύγιζε τη μέση του». (Λαϊκό τραγούδι: άρχισαν τα όργανα σήκω
απ’ τη θέση σου, χόρεψε ζεϊμπέκικο, λύγισε τη μέση σου)·
-
μένω στη μέση, βλ. φρ. αφήνω στη μέση·
-
μέσες άκρες, σε χοντρές γραμμές, συνοπτικά: «μας είπε μέσες άκρες πώς
έγιναν τα πράγματα»·
-
μέση δαχτυλίδι, πολύ λεπτή: «είναι όμορφη, λυγερόκορμη κι έχει μέση
δαχτυλίδι». (Λαϊκό τραγούδι: όπου πας κι όπου γυρίζεις τριαντάφυλλα
μυρίζεις, έχεις μέση δαχτυλίδι, μαύρο μάτι, μαύρο φρύδι)·
-
μου βγήκε η μέση, κουράστηκα υπερβολικά, ξεμεσιάστηκα: «έκανα μοναχός
μου ολόκληρη μετακόμιση και μου βγήκε η μέση»·
-
μπαίνω στη μέση, α. επεμβαίνω, παρεμβαίνω ανάμεσα σε δυο άτομα
που είναι έτοιμα να μαλώσουν ή που μαλώνουν για να τα χωρίσω: «αν δεν έμπαινε
στη μέση ο τάδε να τους χωρίσει, θα είχαν σκοτωθεί στο ξύλο». β. μπαίνω
ανάμεσα σε ένα ερωτικό ζευγάρι ή σε δυο φίλους και τους δημιουργώ έριδες,
προβλήματα: «ήταν πολύ αγαπημένο ζευγάρι, αλλά απ’ τη στιγμή που μπήκε ο τάδε
στη μέση, μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα χώρισαν». (Λαϊκό τραγούδι: παιδιά
στην πιάτσα είχαμε σμίξει, βαθιά φιλία είχαμε δείξει· μπήκε στη μέση να
μας πληγώσει, να μας γελάσει, να μας προδώσει)·
-
ξεπετιέται σαν (την) τσουτσού στη μέση ή πετιέται σαν (την) τσουτσού
στη μέση, βλ. λ. τσουτσού·
-
ξεπετιέται σαν (την) ψωλή στη μέση ή πετιέται σαν (την) ψωλή στη
μέση, βλ. λ. ψωλή·
-
ξεπετιέται σαν (το) καυλί στη μέση ή πετιέται σαν (το) καυλί στη
μέση, βλ. λ. καυλί·
-
ξεπετιέται σαν (το) καυλοράπανο στη μέση ή πετιέται σαν (το)
καυλοράπανο στη μέση, βλ. λ. καυλοράπανο·
-
ξεπετιέται σαν (το) σκατό στη μέση ή πετιέται
σαν (το) σκατό στη μέση, βλ. λ. σκατό·
-
ξεπετιέται σαν (την) πορδή στη μέση ή πετιέται σαν (την) πορδή στη
μέση, βλ. λ. πορδή·
-
ξεπετιέται σαν (τον) πούτσο στη μέση ή πετιέται σαν πούτσος στη μέση,
βλ. λ. πούτσος·
-
ξεπετιέται στη μέση, βλ. φρ. πετιέται στη μέση·
-
όπου γάμος και χαρά και αυτός στη μέση, βλ. λ. χαρά·
-
παρατώ στη μέση, βλ. φρ. αφήνω στη μέση·
-
πετιέται στη μέση, επεμβαίνει, παρεμβαίνει
και διακόπτει κάποιον που μιλάει: «έχει γίνει πολύ ενοχλητικός, γιατί πετιέται
κάθε τόσο στη μέση και δε μ’ αφήνει να ολοκληρώσω τη σκέψη μου»·
-
πέφτω στη μέση, επεμβαίνω, παρεμβαίνω ανάμεσα σε δυο άτομα που είναι
έτοιμα να μαλώσουν ή που μαλώνουν για να τα χωρίσω: «μόλις κατάλαβα πως ήταν
έτοιμοι ν’ αρπαχτούν, έπεσα στη μέση και τους έκανα πέρα || μόλις αρπάχτηκαν,
έπεσαν όλοι στη μέση για να τους χωρίσουν»·
-
σίδερο στη μέση! βλ. λ. σίδερο·
-
σκάω στη μέση, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι ξαφνικά σε μια ομάδα ανθρώπων:
«είχαμε καιρό να τον δούμε και κάποια μέρα, όπως ήμασταν όλοι μαζεμένοι στο
μπαράκι, έσκασε στη μέση»·
-
σκύβει τη μέση του, είναι δουλοπρεπής και αναξιοπρεπής (ο γνωστός
οσφυοκάμπτης): «μόλις γνωρίσει κανέναν πλούσιο, σκύβει τη μέση του και του
κάνει όλα τα χατίρια»·
-
σπάω τη μέση μου, α. λυγίζω τη μέση μου: «καθώς χόρευε, έσπαζε
κάθε τόσο με νάζι τη μέση της». β. η φρ. σε ευρεία χρήση στο μπάσκετ: «ο
Γκάλης έσπασε τη μέση του στον αέρα και σούταρε στο αντίπαλο καλάθι»·
-
στη μέση του δρόμου, βλ. λ. δρόμος·
-
το σπάσιμο της μέσης, α. το λύγισμα της μέσης: «έκανε τέτοιο
σπάσιμο της μέσης, όταν χόρευε, που ξεσήκωνε όλους τους άντρες». β. η
φρ. σε ευρεία χρήση στο μπάσκετ που πρωτακούστηκε, όταν εμφανίστηκε στα
ελληνικά γήπεδα ο Νίκος Γκάλης: «ο Γκάλης ήταν ο πρώτος παίχτης στην Ελλάδα που
δίδαξε το σπάσιμο της μέσης στον αέρα, πριν σουτάρει»·
-
τον βάλαμε στη μέση, α. τον περικυκλώσαμε: «μόλις τον είδαμε, τον
βάλαμε στη μέση και δεν μπορούσε να φύγει από πουθενά». β. με απανωτές
ερωτήσεις ή συμβουλές του δημιουργήσαμε σύγχυση, τον μπερδέψαμε και τον κάναμε
να μην ξέρει τι να πει ή ποια απόφαση να πάρει: «μόλις ο τάδε ήρθε στην παρέα,
τον βάλαμε στη μέση λέγοντας ο καθένας το δικό του, και σε λίγο μας κοιτούσε
όλους σαν χάνος, μην ξέροντας τι να πει και τι να κάνει». (Λαϊκό τραγούδι: μες
στη μέση μ’ έχουν βάλει με τ’ αφράτα τους τα κάλλη κι η καρδιά μου τα
’χει μπλέξει, ποια απ’ τις δυο για να διαλέξει)·
-
τον βγάζω απ’ τη μέση, α. τον εξουδετερώνω: «από καιρό επεδίωκε
να του φάει τη θέση, όμως ο άλλος είχε γλείψιμο τον διευθυντή κι έτσι μπόρεσε
και τον έβγαλε απ’ τη μέση». β. τον δολοφονώ, τον σκοτώνω: «μόλις
αντιλήφθηκαν πως είχε σκοπό να τους καρφώσει στην αστυνομία, τον έβγαλαν απ’ τη
μέση». Συνών. τον βγάζω απ’ την κυκλοφορία·
-
τον βγάζω στη μέση, αποκαλύπτω κάποια άστοχη ενέργεια ή πράξη του,
αποκαλύπτω κάποια παρατυπία του: «προχτές έκανε κοπάνα απ’ τη δουλειά κι ο τάδε
τον έβγαλε στη μέση, επειδή δεν τον χωνεύει»·
-
τους βάλαμε στη μέση, τους περικυκλώσαμε: «μόλις τους βάλαμε στη μέση,
εγκατέλειψαν κάθε αντίσταση»·
-
υπάρχει λαδιά στη μέση, βλ. λ. λαδιά·
-
υπάρχει μαμουνιά στη μέση, βλ. λ. μαμουνιά·
-
υπάρχει πουστιά στη μέση, βλ. λ. πουστιά·
-
φεύγω απ’ τη μέση, α. απομακρύνομαι, αποχωρώ από μια ομάδα
ανθρώπων, από μια δουλειά ή μια υπόθεση: «επειδή κατάλαβα πως η δουλειά δεν
ήταν τίμια, έφυγα απ’ τη μέση». β. παύω να μπερδεύομαι κάπου, να αποτελώ
εμπόδιο σε κάποιον: «επειδή διαφώνησα μαζί τους, έφυγα απ’ τη μέση || επειδή
κατάλαβα πως δεν ήμουν ευπρόσδεκτος στην παρέα τους, έφυγα απ’ τη μέση»·
-
χτύπημα κάτω απ’ τη μέση, βλ. φρ. χτύπημα κάτω απ’ τη ζώνη, λ.
χτύπημα.