μεσάνυχτα,
τα, ουσ. [<μσν. μεσάνυκτον
<αρχ. μεσονύκτιον], τα μεσάνυχτα·
-
άγρια μεσάνυχτα ή βαθιά μεσάνυχτα ή μαύρα μεσάνυχτα, η
πολύ προχωρημένη ώρα της νύχτας: «πού τρέχεις μέσ’ στ’ άγρια μεσάνυχτα και δε
βρίσκεσαι στο σπίτι σου; || ήρθε μαύρα μεσάνυχτα και μου χτυπούσε την πόρτα»
-
έχει μεσάνυχτα ή έχει άγρια μεσάνυχτα ή έχει βαθιά μεσάνυχτα ή
έχει μαύρα μεσάνυχτα, έχει πλήρη άγνοια για κάτι που κουβεντιάζεται ή
έχει πλήρη άγνοια πάνω σε μια δουλειά ή τέχνη: «τι γνώμη μπορεί να εκφέρει ο
άνθρωπος, αφού σου είπε πως έχει άγρια μεσάνυχτα πάνω στο θέμα που
κουβεντιάζουμε || μην πας τ’ αυτοκίνητό σου σ’ εκείνον το μηχανικό, γιατί έχει
μαύρα μεσάνυχτα»·
-
περασμένα μεσάνυχτα, βλ. φρ. άγρια μεσάνυχτα.