μεροκάματο,
το, ουσ. [<μέρα + κάματος], τα
χρήματα που αποφέρει στον εργαζόμενο, στον εργάτη η εργασία μιας μέρας, το
ημερομίσθιο: «πόσο μεροκάματο παίρνεις στην οικοδομή που δουλεύεις;». (Λαϊκό
τραγούδι: πικρό το μεροκάματο παρέα με το θάνατο απ’ το
πρωί ως το βράδυ. Ψηλά παραθυρόφυλλα το δάκρυ στα ματόφυλλα και τ’ όνειρο ρημάδι).
Αντίθ. νυχτοκάματο·
-
βγαίνει το μεροκάματο, εξοικονομώ από
την εργασία μου τα απολύτως απαραίτητα για τη συντήρησή μου: «δόξα τω Θεώ, φίλε
μου, βγαίνει το μεροκάματο»·
-
δουλεύω μεροκάματο, πληρώνομαι ανάλογα με τις μέρες που έχω δουλέψει:
«οι οικοδόμοι δουλεύουν μεροκάματο». (Λαϊκό τραγούδι: δουλεύω μεροκάματο Δευτέρα
μέχρι Σάββατο κι αν είμαι φτωχαδάκι, παράβλεψε λιγάκι)·
-
είμαι στο μεροκάματο, είμαι ημερομίσθιος εργάτης και, κατ’ επέκταση,
περνώ φτωχικά: «δεν μπορώ να κάνω κανένα παραπανίσιο έξοδο, γιατί είμαι στο
μεροκάματο»·
-
με (το) μεροκάματο, α. δεν παίρνω μηνιαίο μισθό, αλλά πληρώνομαι
ανάλογα με τις μέρες που δουλεύω: «τι λεφτά να πάρει κανείς με το μεροκάματο,
όταν μια βρίσκει δουλειά και μια δε βρίσκει!». β. πληρώνομαι για δουλειά
που κάνω όχι με συμφωνημένη τιμή από την αρχή που την αναλαμβάνω, αλλά με όσες
μέρες χρειάζονται για να τελειώσει αυτή η δουλειά: «δε μου συμφέρει να σου δώσω
τη δουλειά με το μεροκάματο, γιατί, ενώ εσύ θα μπορείς να με καθυστερείς χωρίς
λόγο, εγώ θα είμαι υποχρεωμένος να σε πληρώσω»·
-
μεροκάματο πείνας, ημερομίσθιο που δε φτάνει να καλύψει τις βιοτικές ανάγκες
κάποιου: «υποφέρει η οικογένειά του, γιατί παίρνει μεροκάματο πείνας κι αυτό
όποτε το βρει»·
-
μεροκάματο του τρόμου, ημερομίσθιο που κερδίζεται από πολύ επικίνδυνη
δουλειά: «οι οικοδόμοι βγάζουν το μεροκάματο του τρόμου»·
-
το παίρνω μεροκάματο, (ειρωνικά) επαναλαμβάνω συστηματικά να κάνω κάτι
που, όταν το πρωτόκανα, με ωφέλησε ή μου άρεσε πάρα πολύ: «του ’δωσα κάνα δυο
φορές δανεικά κι από τότε το πήρε μεροκάματο κι όποτε με βλέπει, μου ζητάει
λεφτά || μόλις έγινε παλικαράκι και κατάλαβε τη γλύκα της γυναίκας, το πήρε
μεροκάματο και δε λέει να ξεκολλήσει απ’ το φουστάνι»·
-
τον έχω με το μεροκάματο, (ειρωνικά) το άτομο για το οποίο γίνεται
λόγος, συχνάζει ανελλιπώς στο χώρο που βρίσκομαι: «απ’ τη μέρα που τον γνώρισα,
μόλις ανοίγω το γραφείο μου, τον έχω με το μεροκάματο». Από την εικόνα του
μεροκαματιάρη, που κάθε μέρα πηγαίνει στο χώρο εργασίας του.