άβροχος,
-η, -ο, επίθ.
[<αρχ. ἄβροχος], (για μήνες, εποχές) που κατά τη διάρκειά του δεν έβρεξε ή
δε βρέχει: «φέτος είχαμε άβροχο καλοκαίρι»·
-
αβρόχοις ποσί, χωρίς
κόπο, μόχθο ή άλλη ταλαιπωρία, τελείως ανώδυνα: «ανέβηκε στα υψηλά κλιμάκια
αβρόχοις ποσί, γιατί είχε θείο έναν βουλευτή». Η φρ. αναφέρεται στη Βιβλική
αφήγηση της διέλευσης της Ερυθράς Θάλασσας από τους εξακόσιους χιλιάδες
καταδιωκόμενους από τον Φαραώ Εβραίους, οπότε με τη βοήθεια του Θεού ο Μωυσής χώρισε
στα δυο τη θάλασσα κι έτσι μπόρεσαν να περάσουν χωρίς να βρέξουν ούτε τα πόδια τους.
Πρβλ. (Έξοδος ιδ΄-ιε΄)·
-
Αύγουστος άβροχος, μούστος άμετρος, όταν,
σύμφωνα με τους εμπειρικούς κυρίως μετεωρολόγους που ακόμα και σήμερα υπάρχουν
στην επαρχία, δε βρέχει τον Αύγουστο, έχουμε καλή παραγωγή σταφυλιών·
-μ’ άβροχο Φλεβάρη, λιγοστό
σιτάρι, όταν,
σύμφωνα πάλι με τους παραπάνω μετεωρολόγους, δε βρέξει το Φεβρουάριο, θα έχουμε
μειωμένη παραγωγή σιταριού: «οι γεροντάδες είναι ανήσυχοι που δε βρέχει, γιατί
μ’ άβροχο Φλεβάρη, λιγοστό σιτάρι».