μεριά,
η, ουσ. [<μσν. μεριά <μερία
<μερέα <μέρος + κατάλ. -έα, -ιά], η μεριά. 1. τόπος: «εγώ είμαι απ’
τη Θεσσαλονίκη, εσύ από ποια μεριά είσαι;». 2. τοποθεσία: «σε ποια μεριά
άφησες τ’ αυτοκίνητό σου;». 3. θέση, μέρος: «βρήκε μια ήσυχη μεριά και
με φώναξε να καθίσω κι εγώ». 4. διεύθυνση, κατεύθυνση: «προς ποια μεριά
φύγανε;». (Ακολουθούν 17 φρ.)·
-
απ’ όλες τις μεριές, από όλες τις κατευθύνσεις, από παντού: «οι
διαδηλωτές έρχονταν απ’ όλες τις μεριές»·
-
απ’ τη μεριά μου (σου, του κ.λπ.) ως προς εμένα (εσένα, αυτόν κ.λπ.),
σε ό,τι με (σε, τον κ.λπ) αφορά: «απ’ τη μεριά μου δεν έχω καμιά απαίτηση ||
έχεις καμιά απαίτηση απ’ τη μεριά σου;»·
-
απ’ τη μια μεριά… απ’ την άλλη μεριά όμως… βλ. φρ. απ’ τη μια μεριά…
κι απ’ την άλλη μεριά(…)·
-
απ’ τη μια μεριά… κι απ’ την άλλη μεριά…, λέγεται για δυο πράγματα ή
καταστάσεις, που είναι αντίθετες, που δε συμβιβάζονται μεταξύ τους: «απ’ τη μια
μεριά κοκορεύεσαι πως έχεις το πιο γρήγορο αυτοκίνητο κι απ’ την άλλη σ’
αφήνουν πίσω ακόμη και τα κατσαριδάκια || απ’ τη μια μεριά μου λες πως είσαι
γερό ποτήρι κι απ’ την άλλη μεριά πίνεις ένα ποτηράκι και μεθάς»· βλ. και φρ. απ’
τη μια… κι απ’ την άλλη, λ. μια·
-
από μεριά μου (σου, του κ.λπ), βλ. φρ. απ’ τη μεριά μου·
-
από ποιανού μεριά είσαι; ποιον από τους δυο μας υποστηρίζεις(;): «θέλω
να μου πεις ξεκάθαρα από ποιανού μεριά είσαι;». Συνών. από ποιανού μπάντα
είσαι; / από ποιανού πάρτη είσαι; / από ποιανού το μέρος είσαι(;)·
-
η ανάποδη μεριά, (για υφάσματα) η όψη που είναι προς τα μέσα, η όψη που
δε φαίνεται: «πάνω στη βιασύνη του φόρεσε το πουλόβερ του απ’ την ανάποδη
μεριά»·
-
η καλή μεριά, (για υφάσματα) η κύρια όψη: «το μπουφάν μπορούσες να το
φορέσεις όπως ήθελες, γιατί δεν ξεχώριζε ποια ήταν η καλή μεριά»·
-
κατά μέσα μεριά, στο εσωτερικό, προς το εσωτερικό: «κατέβηκε στο υπόγειο
κι άρχισε να ψάχνει κατά μέσα μεριά για να βρει το παλιό κάδρο»·
-
μεριές μεριές, σε διάφορα μέρη, σε μερικά σημεία: «ο τοίχος θέλει βάψιμο
απ’ την αρχή, γιατί μεριές μεριές δε βάφηκε καλά»·
-
μπάζει απ’ όλες τις μεριές, α. έχει πάρα πολλά προβλήματα, του
έρχονται αλλεπάλληλα προβλήματα, και για το λόγο αυτό, συμπεριφέρεται παράλογα
ή παράξενα, ξέροντας πια ότι δεν υπάρχει σωτηρία: «εντέλει, ούτε κι ο ίδιος
ξέρει τι θέλει, γιατί μπάζει απ’ όλες τις μεριές». Από την εικόνα της βάρκας
που παίρνει από παντού νερά. β. (για επιχειρήματα, προτάσεις) που είναι
διάτρητο: «θ’ αναγκαστείς ν’ αποσύρεις αμέσως την πρότασή σου, γιατί μπάζει απ’
όλες τις μεριές»·
-
να ’μαι από καμιά μεριά! ή να ’μουν από καμιά μεριά! να μπορούσα
να έβλεπα κι εγώ, να ήμουν κι εγώ αυτόπτης μάρτυρας, να ήμουν κι εγώ παρών: «να
’μουν από καμιά μεριά να ’βλεπα τι έκανε, όταν αποκάλυψαν τις απατεωνιές του!».
(Λαϊκό τραγούδι: να ’μαι από καμιά μεριά όταν στερέψ’ η βρύση
να δω μωρέ με τι καρδιά θα φύγεις απ’ τη ζήση τι θα του δείξεις του Θεού για να
σε συγχωρήσει).Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ρε ή
το ε ρε. Είναι και φορές, που μετά το ρ. της φρ. ή μετά το τέλος της φρ.
ακολουθεί το κι εγώ. Συνών. να ’μουν από καμιά άκρη! / να ’μουν από
καμιά μπάντα(!)·
-
να σ’ είχα από καμιά μεριά! έκφραση με την οποία θέλουμε να τονίσουμε
στο συνομιλητή μας τη σπουδαιότητα αυτού που του λέμε ή για να τονίσουμε στο
άτομο στο οποίο αναφερόμαστε τη σπουδαιότητα των λόγων μας: «να σ’ είχα από
καμιά να έβλεπες τις βλακείες που έλεγε! || αχ, βρε κερατά, να σ’ είχα από
καμιά μεριά και να ’βλεπες τι ξύλο που θα ’τρωγες!». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε
που με κέρασες φαρμάκι και με γέλασες να σ’ είχα από καμιά μεριά να σου
’δινα μια μαχαιριά)·
-
ο λύκος απ’ την πάνω μεριά, τ’ αρνί απ’ την κάτω μεριά, τ’ αρνί θολώνει το
νερό; βλ. λ. αρνί·
-
σε καλή μεριά! ευχή μαζί με τα λεφτά που δίνουμε σε κάποιον ή ευχή σε
κάποιον που κέρδισε κάποιο χρηματικό ποσό, να μπορέσει να τα διαθέσει για καλό
ή ωφέλιμο σκοπό και όχι για αρρώστιες: «πάρε αυτά τα λεφτά που σου υποσχέθηκα
και σε καλή μεριά». Αντίθ. στους γιατρούς να τα δώσεις(!)·
-
σε κάποια μεριά ή σε μια μεριά, (αόριστα)
κάπου, παράμερα: «ακούμπησε τα ψώνια του σε μια μεριά κι έπλυνε τα χέρια του»·
-
όταν τρώμε ένα μήλο, το τρώμε απ’ όλες τις μεριές, βλ. λ. μήλο.