μέλλον,
το, ουσ. [ουδ. μτχ. του ρ. μέλλω], το
μέλλον·
-
δεν έχει μέλλον, κάποιος ή κάτι, δεν
έχει προοπτική για κάτι καλύτερο: «δεν έχει μέλλον αυτός ο άνθρωπος, γιατί ούτε
γράμματα ξέρει ούτε και κατέχει κάποια τέχνη || αυτό το επάγγελμα δεν έχει
μέλλον»·
-
έχει μέλλον! ειρωνική παρατήρηση, ιδίως για νεαρό άτομο που έχουμε
αντιληφθεί ότι έχει ροπή στην απατεωνιά: «αφού άρχισε από τώρα τις
μπαγαμποντιές, έχει μέλλον αυτό το παιδί!»·
-
έχει μέλλον ακόμα αυτή η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
-
έχει μέλλον ακόμα η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
-
έχει μέλλον η δουλειά ή η δουλειά έχει μέλλον, βλ. λ. δουλειά·
-
έχω μέλλον ακόμα, πρέπει να καταβάλλω ακόμα πολλή δουλειά, πολλή
προσπάθεια για να τελειώσω κάτι που έχω αρχίσει: «τι γίνεται με κείνη τη
δουλειά, την τελειώνεις; -Έχω μέλλον ακόμα»·
-
πάει για μέλλον, έχει την πρόθεση να παντρευτεί τη γυναίκα με την οποία
διατηρεί κάποιο δεσμό ή τη γυναίκα που έχει γνωρίσει: «δε θέλει να χωρίσει μαζί
της, γιατί πάει για μέλλον || κάθε φορά που γνωρίζει μια γυναίκα, προσποιείται
πως πάει για μέλλον, μέχρι να κάνει τη δουλειά του»·
-
παίζω το μέλλον μου ή παίζεται το μέλλον μου, αποφασίζεται η
προοπτική μου, αποφασίζεται η μετέπειτα πορεία μου: «πρέπει να προσέξω πολύ
αυτή τη δουλειά, γιατί μ’ αυτή παίζεται το μέλλον μου».