μελιτζάνα,
η, ουσ. [<μσν. μελιτζάνα <ιταλ.
melanzana], η μελιτζάνα·
-
έχει μύτη σαν μελιτζάνα, έχει μεγάλη και χοντρή μύτη με σπασμένα τα
αιμοφόρα αγγεία της, που, για το λόγο αυτό, έχει χρώμα μελιτζανί: «είχε μια
μύτη σαν μελιτζάνα». Συνήθως οι σκιτσογράφοι παρουσιάζουν τους μπεκρήδες να
έχουν τέτοια μύτη·
-
την πικρή τη μελιτζάνα, πάχνη δεν την πιάνει, αυτός που πέρασε πολλές ταλαιπωρίες και βάσανα στη ζωή
του δε φοβάται αν του έρθουν νέα, γιατί είναι πια συνηθισμένος: «πες αυτό που θέλεις
να μου πεις και μη φοβάσαι αν με στενοχωρήσεις, γιατί την πικρή τη μελιτζάνα,
πάχνη δεν την πιάνει». Συνών. δε φοβάται ο παστουρμάς τ’ αλάτι / μαθημένα τα
βουνά απ’ τα χιόνια ή μαθημένα τα βουνά στα χιόνια.