μέλισσα,
η, ουσ. [<αρχ. μέλισσα], η μέλισσα·
-
είναι χαρούμενη μέλισσα, (ειρωνικά) είναι άνθρωπος που κινείται ανάλογα
με το συμφέρον του: «μην του έχεις εμπιστοσύνη, γιατί είναι χαρούμενη μέλισσα
και θα σε κρεμάσει χωρίς να το καταλάβεις». Από την εικόνα της μέλισσας που
πετά από λουλούδι σε λουλούδι·
-
όλες οι μέλισσες δεν κάνουν μέλι, όλοι οι καλοί άνθρωποι δεν κάνουν
πάντα αγαθοεργίες, ευεργεσίες: «μπορεί να ’ναι καλός άνθρωπος αλλά, δεν έχει
μάθει να βοηθάει τον κόσμο κι εξάλλου, όλες οι μέλισσες δεν κάνουν μέλι»·
-
περνά περνά η μέλισσα, ομαδικό παιχνίδι, ιδίως κοριτσίστικο, που
παίζεται στο ύπαιθρο και που συνοδεύεται από το εξής τραγούδι: περνά περνά η
μέλισσα με τα μελισσόπουλα και με τα παιδόπουλα: «τα κορίτσια της γειτονιάς
ήταν μαζεμένα στην πλατεία κι έπαιζαν το περνά περνά η μέλισσα».