μελάνι,
το κ. μελάνη, η, ουσ.
[<μτγν. μελάνιον, υποκορ. του αρχ. τό μέλαν, ουδ. του επιθ. μέλας], η μελάνη·
-
ακόμη δε στέγνωσε το μελάνι, βλ. φρ. πριν καλά καλά στεγνώσει το
μελάνι·
-
αμόλα μελάνι! (προτρεπτικά ή συμβουλευτικά) φύγε, εξαφανίσου: «αμόλα
μελάνι, γιατί έρχονται να σε πιάσουν!»·
-
αμολάω μελάνι, α. αποχωρώ από κάπου αθέατος, κρυφά, δειλιάζω και
φεύγω: «επειδή κάποτε τον κατηγόρησε, κάθε φορά που τον βλέπει να ’ρχεται στην
παρέα μας, αμολάει μελάνι || μόλις τον είδα να ’ρχεται καταπάνω μου, αμόλησα
μελάνι». (Λαϊκό τραγούδι: όλος ο κόσμος είναι κτήμα μου, σαν έχω πρέζα και
ρουφάω, κι οι πολιτσμάνοι όταν θα με δουν, μελάνι αμολάω). Από την
εικόνα της σουπιάς που, όταν αντιμετωπίζει κάποιον κίνδυνο φεύγει, αφήνοντας
πίσω της μελάνι. β. προκαλώ σύγχυση για να μην αντιληφθεί κάποιος ή
κάποιοι ή για καλύψω κάποια πράξη ή ενέργειά μου, ιδίως παράνομη: «κάθε φορά
που κάνει κάποια λοβιτούρα, αμολάει μελάνι και οι άλλοι ψάχνονται». (Λαϊκό
τραγούδι: τη μελάνη σου αμολούσες πάντα πονηρά σαν τυφλό με
περπατούσες στα θολά νερά). Συνών. θολώνω τα νερά·
-
πριν καλά καλά στεγνώσει το μελάνι, α. λέγεται στην περίπτωση που
αρχίζει να πραγματοποιείται κάτι θετικό ή αρνητικό, αμέσως μετά την επίσημη
υπογραφή κάποιας συμφωνίας: «τα δυο κράτη υπέγραψαν την ειρηνευτική συμφωνία,
αλλά, πριν καλά καλά στεγνώσει το μελάνι, άρχισαν νέες πολεμικές συγκρούσεις ||
πριν καλά καλά στεγνώσει το μελάνι της υπογραφής της διάταξης για γενική
αμνηστία, άρχισε η αποφυλάκιση των κρατουμένων». β. λέγεται για κάτι που
αποδείχτηκε πολύ σύντομα από την ώρα που είδε το φως της δημοσιότητας στον
Τύπο: «έγραψε στο άρθρο του πως επίκειται ανασχηματισμός της κυβέρνησης, και,
πριν καλά καλά στεγνώσει το μελάνι, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ανήγγειλε τον
ανασχηματισμό»·
-
τα γράφω εκεί που δεν πιάνει μελάνι ή τα έχω γραμμένα εκεί που δεν
πιάνει μελάνι, (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), δεν τα υπολογίζω, δεν
τα παίρνω διόλου υπόψη μου: «σταμάτα, ρε παιδάκι μου, να μιλάς, αφού το ξέρεις
καλά πως αυτά που λες τα γράφω εκεί που δεν πιάνει μελάνι». Για συνών. βλ. φρ. τα
γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι·
-
τα γράφω όλα εκεί που δεν πιάνει μελάνι ή
τα έχω γραμμένα όλα εκεί που δεν πιάνει μελάνι, δε με μέλει, δε με
νοιάζει για τίποτα, αδιαφορώ τελείως για όλα: «ό,τι και να γίνει σήμερα στον
κόσμο, τα γράφω όλα εκεί που δεν πιάνει μελάνι». Για συνών. βλ. φρ. τα γράφω
όλα στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά μου τα
παπούτσια, λ. παπούτσι·
-
το χαρτί και το μελάνι, τον καλό γαμπρό τον κάνει, βλ. λ. γαμπρός·
-
τον γράφω εκεί που δεν πιάνει μελάνι ή τον έχω γραμμένο εκεί που δεν
πιάνει το μελάνι, α. αδιαφορώ, τον περιφρονώ τελείως, τον αγνοώ: «αν
δεις εκείνον το φίλο σου, πες του να μην ασχολείται μαζί μου, γιατί τον γράφω
εκεί που δεν πιάνει μελάνι». β. δεν τον υπολογίζω, δεν τον φοβάμαι
καθόλου: «λέει πως θα με δείρει, αλλά να του πεις πως τον έχω γραμμένο εκεί που
δεν πιάνει μελάνι». Για συνών. βλ. φρ. τον γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια ή
τον έχω γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι·
-
χύθηκε πολύ μελάνι ή έχει χυθεί
πολύ μελάνι, γράφηκε από πολλούς και επανειλημμένα στον Τύπο: «χύθηκε πολύ
μελάνι για τον κίνδυνο των ναρκωτικών, όμως η κυβέρνηση δεν παίρνει κανένα
μέτρο για να προστατέψει τη νεολαία».