μεϊντάνι,
το, ουσ. [<τουρκ. meydan].
1. ελεύθερος, ανοιχτός ομαλός χώρος, πλατεία, ιδίως σε χωριό ή μικρή
πόλη, όπου μαζεύεται πολύς κόσμος: «τα παιδιά έτρεχαν με φωνές και γέλια στο
μεϊντάνι». 2. (στη γλώσσα της αργκό) η κοινή γνώμη: «βούιξε το μεϊντάνι
με τα καμώματά σου»·
-
βγάζω στο μεϊντάνι, α. (στη γλώσσα της αργκό) αποκαλύπτω,
κοινολογώ, ιδίως τις κακές ιδιότητες κάποιου: «ποιος έβγαλε πάλι στο μεϊντάνι
πως είμαι χαρτοπαίχτης;». β. (για άντρες) οδηγώ στην πορνεία μια γυναίκα,
ιδίως για να την εκμεταλλεύομαι: «αφού την βρήκε άμυαλη, την έβγαλε στο
μεϊντάνι». γ. οδηγώ νεαρό άντρα στην πορνεία, επιδιώκω να τον κάνω
πούστη: «μόλις βλέπει κανέναν όμορφο νεαρό, προσπαθεί να τον βγάλει στο
μεϊντάνι». Συνών. βγάζω στη βίζιτα / βγάζω στο επάγγελμα (α, β) / βγάζω στο
κλαρί (α, γ) / βγάζω στο κουρμπέτι (γ, δ)·
-
βγαίνω στο μεϊντάνι, α. (στη γλώσσα της αργκό) αποκαλύπτομαι,
παρουσιάζομαι: «καιρό είχες να βγεις στο μεϊντάνι, γι’ αυτό δε σ’ έβλεπα». β.
αρχίζω τη δράση μου στη ζωή, στην πιάτσα: «είναι μεγάλο τσακάλι, γιατί από
μικρός βγήκε στο μεϊντάνι». γ. (για γυναίκες) εκδίδομαι επί χρήμασι,
γίνομαι πόρνη: «δεν άντεχε άλλο την καταπίεση του πατέρα της, γι’ αυτό το
’σκασε απ’ το σπίτι της και βγήκε στο μεϊντάνι». δ. (για νεαρούς άντρες)
αρχίζω να ζω τη ζωή του πούστη: «όταν ήταν μικρός, μπλέχτηκε μ’ έναν πορνόγερο,
που τον έβγαλε στο μεϊντάνι». Συνών. βγαίνω στη βίζιτα / βγαίνω στο
επάγγελμα (α, β) / βγαίνω στο κλαρί (γ, δ) / βγαίνω στο κουρμπέτι (β, γ)·
-
πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει, στο μεϊντάνι η Φροσύνη, λέγεται για άτομο, ιδίως για γυναίκα, που βρίσκεται
συνεχώς στους δρόμους: «όπου να ’ναι θα τη διώξει ο άντρας της, γιατί, πόρτα
ανοίγει πόρτα κλείνει στο μεϊντάνι η Φροσύνη, πράγμα που τον αναγκάζει να τρώει
στο εστιατόριο»·