μεθύσι,
το, ουσ. [<αρχ. απαρέμφ. μεθύσειν
<μεθύσκω <μεθύω]. 1. η μέθη, η ηδονική ζάλη, η αισθησιακή τέρψη
από την κατανάλωση ποτού ή τη χρήση ναρκωτικού: «είχαμε τέτοιο μεθύσι, που δεν
μπορούσαμε να σηκωθούμε απ’ τις καρέκλες μας». (Λαϊκό τραγούδι: κάποιος
άλλος αν με παντρευτεί, η καρδούλα σου θα ματωθεί· τότε πλέον μόνος θα γυρνάς,
στο μεθύσι εμένα θα ζητάς). 2. ευδαιμονική κατάσταση.
(Τραγούδι: μες της αγάπης το μεθύσι, είχα πιστέψει πως εσύ θα είχες
σβήσει). 3. η έντονη χαρά, ο ενθουσιασμός: «μέσα στο μεθύσι της
επιτυχίας του δεν κατάλαβε πώς του βούτηξαν το πορτοφόλι»·
-
δεν κάνει καλό μεθύσι, όταν μεθάει δημιουργεί φασαρία, αναστάτωση,
συμπεριφέρεται ανάρμοστα, προκλητικά: «μην τον αφήσεις να πιει πολύ, γιατί δεν
κάνει καλό μεθύσι και θα σε βάλει σε μπελάδες»·
-
κάνει άγριο μεθύσι, βλ. φρ. δεν κάνει καλό μεθύσι·
-
κάνει γλυκό μεθύσι, όταν μεθάει
γίνεται ευχάριστος, ζει σε μια ευχάριστη ευφορία: «όσο και να πιει δεν τον
φοβάμαι, γιατί κάνει γλυκό μεθύσι». Πρβλ.: σ’ είχα τόσο αγαπήσει, μ’ έφερνες
γλυκό μεθύσι. Σένα είχα, μπαγλαμά μου, κι έλεγα τα βάσανά μου (Λαϊκό
τραγούδι)·
-
το ’ριξε στο μεθύσι, βλ. συνηθέστ. το
’ριξε στο ποτό, λ. ποτό.