μεζές,
ο, ουσ. [<τουρκ. meze]. 1.
κάθε είδος ορεκτικού, που προσφέρεται σε μικρά κομμάτια και σε μικρή ποσότητα
ως συνοδευτικό οινοπνευματωδών ποτών, ιδίως ούζου, τσίπουρου, ρετσίνας ή
κρασιού. (Λαϊκό τραγούδι: στα πεταχτά μοιράζω τις μισές στο πιάτο κι ο
μεζές μαρίδα και τυρί). 2. (γενικά) το πρόχειρο φαγητό, γεύμα ή
δείπνο που δε θεωρείται ολοκληρωμένο: «το μεσημέρι τσίμπησα ένα μεζέ και τώρα
πεινάω σαν λύκος». 3. μικρό μερίδιο σε κέρδος ή μικρή συμμετοχή σε
απόλαυση: «του ’δωσαν κι αυτού ένα μεζέ απ’ την προμήθεια για να μην έχει
παράπονο». Υποκορ. μεζεδάκι, το (βλ. λ.)·
-
κατά το μεζέ και το πιρούνι, βλ. λ. πιρούνι·
-
μεζές που δεν ποτίζεται, δεν έχει χάρη, ο μεζές τρώγεται πιο ευχάριστα,
όταν συνοδεύεται και από κάποιο οινοπνευματώδες ποτό: «πάντα συνοδεύω με ουζάκι
τα μεζεδάκια μου, γιατί μεζές που δεν ποτίζεται, δεν έχει χάρη»·
-
μου ’ρθε μεζές, λέγεται για αναπάντεχα ευχάριστο γεγονός στην κατάλληλη
στιγμή, που μας είναι απόλυτα καλοδεχούμενο: «τα λεφτά που κέρδισα στο τζόκερ
μου ’ρθαν μεζές, γιατί μπόρεσα και κάλυψα όλες τις υποχρεώσεις μου». Συνών. μου
’ρθε βούτυρο στο ψωμί / μου ’ρθε γλύκισμα / μου ’ρθε καϊμάκι / μου ’ρθε κουφέτο
/ μου ’ρθε λουκουμάς / μου ’ρθε λουκούμι / μου ’ρθε μπισκοτολούκουμο·
-
μπεκρή μεζές, μεζές αλατισμένος υπερβολικά, για να παρακινεί σε
οινοποσία εκείνους που τον τρώνε: «όσοι πηγαίνουν στο τάδε μαγαζί, ο
μαγαζάτορας τους σερβίρει έναν σπουδαίο μπεκρή μεζέ κι αυτοί πίνουν ασταμάτητα»·
-
παίρνω μεζέ, αντιλαμβάνομαι μια κίνηση ή μια ενέργεια που κινδυνεύει να
αποβεί σε βάρος μου: «ευτυχώς πήρα μεζέ πως ήθελαν να με ρίξουν και βγήκα απ’
το κόλπο»· βλ. και φρ. παίρνω μεζεδάκι, λ. μεζεδάκι·
-
παίρνω στο μεζέ, εμπαίζω, κοροϊδεύω, περιγελώ κάποιον: «κάθε τόσο
παίρνει και κάποιον στο μεζέ για να δημιουργείται ατμόσφαιρα στην παρέα μας».
(Λαϊκό τραγούδι: έτσι που πας, δε θα μονοιάσουμε ποτέ με τις προφάσεις, πότ’
ετούτα, πότ’ εκείνα και θα με παίρνουνε οι φίλοι στο μεζέ και θα με λεν
κορόιδο πρώτο στην Αθήνα)·
-
το κάνω έναν μεζέ, το τρώω με μια χαψιά: «του ’δωσα ένα κομμάτι απ’ το
σάντουίτς μου και το ’κανε έναν μεζέ»·
-
τον κάνω έναν μεζέ, τον νικώ εύκολα και γρήγορα: «μέχρι να προλάβουμε να
τους χωρίσουμε, τον έκανε έναν μεζέ».