μεδούλι,
το, ουσ. [<μσν. σπάνιο μεδούλιον,
υποκορ. του σπάνιου ουσ. μεδούλλα <λατιν. medulla], το μεδούλι· το πιο
σημαντικό στοιχείο ενός συνόλου: «το μεδούλι της ανθρώπινης ύπαρξης είναι η
δημοκρατία»·
-
μου ρούφηξε το μεδούλι, α. με εκμεταλλεύτηκε άγρια, με εξάντλησε
οικονομικά: «αυτού του ανθρώπου δε θα του δώσω ξανάούτε ευρώ, γιατί
μέχρι τώρα μου έχει ρουφήξει το μεδούλι». β. με εξάντλησε, με εξουθένωσε
σωματικά από αλλεπάλληλες ερωτικές πράξεις, ιδίως από συνεχή στοματικό έρωτα:
«είναι τόσο ανικανοποίητη γυναίκα, που μου ρούφηξε το μεδούλι»·
-
μέχρι (το) μεδούλι ή ως το μεδούλι, μέχρι το τέλος, ολοκληρωτικά,
εντελώς: «έφαγε την περιουσία του μέχρι μεδούλι».