μέγας,
μεγάλη, μέγα, επίθ. [<αρχ. μέγας],
μέγας· λέγεται εμφατικά για κάποιον ή για κάτι που έχει πολύ αναπτυγμένη κάποια
ιδιότητά του: «είναι μέγας τσιγκούνης || είναι μέγας πότης || είναι μέγας
μαλάκας || είναι μέγας ψεύτης || είναι μέγα σφάλμα». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι
το άλφα και το ωμέγα, είσαι το λάθος μου το μέγα και το μοιραίο μου το
πάθος, μα σ’ αγαπάω κατά βάθος)·
-
έγινε μέγας και πολύς, είχε εντυπωσιακή κοινωνική και οικονομική
εξέλιξη: «ξεκίνησε φτωχός απ’ το χωριό του, αλλά με σκληρή δουλειά και λίγη
τύχη έγινε μέγας και πολύς»·
-
μέγα λάθος, βλ. λ. λάθος·
-
μέγα σφάλμα, βλ. λ. σφάλμα·
-
Μέγας είσαι Κύριε! βλ. λ. κύριος·
-
Μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου! βλ. λ. έργο·
-
ο Μέγας Κριτής, βλ. λ. κριτής.