μεγαλόσταυρος,
ο, ουσ. [<μεγαλο- + σταυρός], ο
μεγαλόσταυρος· (ειρωνικά) η σύφιλη: «αφού γυρνούσε μ’ όλες τις βρομιάρες, καλά
να πάθει που άρπαξε το μεγαλόσταυρο». Από τους σταυρούς που φαίνονται στην
ανάλυση αίματος του συφιλιδικού·
-
θα πάρεις το μεγαλόσταυρο ή θα σου δώσουν το μεγαλόσταυρο, έκφραση
αγανάκτησης, ιδίως προς τροχονόμο που δεν ενέδωσε στα παρακάλια μας να μη μας
επιδώσει την κλήση για τροχαία παράβαση ή παράνομο παρκάρισμα, ή έκφραση
αγανάκτησης προς ευθυνόφοβο δημόσιο υπάλληλο που δε μας εξυπηρέτησε,
παρακάμπτοντας ανώδυνα τη γραφειοκρατία, ή έκφραση αγανάκτησης προς κάποιον που
χωρίς ιδιαίτερο λόγο ενήργησε ενάντια στα συμφέροντά μας ή μας πρόδωσε. Αναφορά
στο ανώτατο ελληνικό παράσημο. Συνών. θα πάρεις το βραβείο ή θα
πάρεις το βραβείο της ανοιχτής παλάμης ή θα πάρεις το βραβείο της χείρας
(χήρας) με τα πέντε ορφανά ή θα σου δώσουν το βραβείο ή θα σου
δώσουν το βραβείο της ανοιχτής παλάμης ή θα σου δώσουν το βραβείο της
χείρας (χήρας) με τα πέντε ορφανά / θα πάρεις το μετάλλιο ή θα σου
δώσουν το μετάλλιο / θα πάρεις το παράσημο ή θα πάρεις το παράσημο της
ανοιχτής παλάμης ή θα σου δώσουν το παράσημο ή θα σου δώσουν το
παράσημο της ανοιχτής παλάμης / θα πάρεις τον αργυρό σταυρό ή θα σου
δώσουν τον αργυρό σταυρό.