μεγαλείο,
το, ουσ. [<μτγν. μεγαλεῖον, ουδ.
του επιθ. μεγαλεῖος], το μεγαλείο. 1. έκφραση θαυμασμού που δηλώνει πολύ
καλή ποιότητα, πολύ καλή κατάσταση: «ήπιαμε ένα κρασί που ήταν μεγαλείο || η
θέα απ’ την κορυφή του λόφου ήταν μεγαλείο». 2. ως επίρρ., πάρα πολύ
όμορφα, πάρα πολύ ωραία: «χτες βράδυ στα μπουζούκια περάσαμε μεγαλείο». (Λαϊκό
τραγούδι: κι αν ο καθένας τουρτουρίζει απ’ το κρύο, θα την περνώ στην
αγκαλιά σου μεγαλείο). 3. στον πλ. τα μεγαλεία, τιμές,
αξιώματα, κοσμικές λαμπρότητες, ενδείξεις και επιδείξεις ανωτερότητας και
υπεροχής. (Λαϊκό τραγούδι: τα ψηλά τα σκαλοπάτια όσες ανεβήκανε, βρήκαν
πλούτη μεγαλεία, μα καρδιά δε βρήκανε)·
-
είναι μεγαλείο, είναι πάρα πολύ ευχάριστος, πάρα πολύ διασκεδαστικός,
όλοι επιζητούν τη συντροφιά του: «αυτός ο άνθρωπος είναι μεγαλείο και δίνει
πάντα κέφι και ζωντάνια στην παρέα μας»·
-
Ελλάς το μεγαλείο σου! βλ. λ. Ελλάδα·
-
κάνει κρα για μεγαλεία, βλ. φρ. ψοφάει για μεγαλεία·
-
παλιά μεγαλεία, βλ. φρ. περασμένα
μεγαλεία. (Λαϊκό τραγούδι: και παίζανε διπλοπενιές με τέτοια μαεστρία
και ξαναζωντανέψανε παλιά μας μεγαλεία)
-
περασμένα μεγαλεία, ευτυχισμένη ζωή,
τιμές και κοσμικές λαμπρότητες που δεν υπάρχουν πια, που ανήκουν στο παρελθόν:
«μέσα στη φτώχεια του θυμάται τα περασμένα μεγαλεία και τον παίρνουν τα
κλάματα». Πρβλ.: περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις (Διονύσιος
Σολωμός)·
-
ψοφάει για μεγαλεία, επιδιώκει με
κάθε τρόπο τις κοσμικές λαμπρότητες, επιδιώκει με κάθε τρόπο την κοινωνική του
προβολή: «μπορεί να μην έχει να φάει, αλλά ψοφάει για μεγαλεία».