μαχαραγιάς,
ο, θηλ. μαχαρανή, η, ουσ.
[<ινδ. maha - raja (= μεγάλος βασιλιάς)], ο μαχαραγιάς· άνθρωπος πολύ
πλούσιος. (Λαϊκό τραγούδι: ο μαχαραγιάς βγαίνει σεργιάνι με
νταούλια και βιολιά // μαχαρανή μαχαρανή είσαι το πιο γλυκό κουκλί)·
-
ζει σαν μαχαραγιάς, είναι πολύ πλούσιος, ζει πλουσιότατα: «του άφησε
τόσο μεγάλη περιουσία ο πατέρας του, που ζει σαν μαχαραγιάς»·
-
κάθεται σαν μαχαραγιάς, κάθεται πάρα πολύ αναπαυτικά σε μια θέση: «μόλις
φάει, τραβάει την πολυθρόνα μπροστά στην τηλεόραση και κάθεται σαν μαχαραγιάς»·
βλ. και φρ. ζει σαν μαχαραγιάς.