μαχαιριά,
η, ουσ. [<μαχαίρι + κατάλ. -ιά], η
μαχαιριά· ενέργεια ή γεγονός που προκαλεί ηθικό ή ψυχικό πλήγμα σε κάποιον: «τα
σκληρά του τα λόγια, ήταν μαχαιριές που τον πλήγωναν». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ
κακός, κακός δεν ήμουνα σε όλα μου τα χρόνια κι αν μαχαιριές μου έδωσες,
σε βλέπω με συμπόνια)·
-
μαχαιριά στην καρδιά, καίριο ηθικό ή ψυχικό πλήγμα: «μου ’δωσε τέτοια
μαχαιριά στην καρδιά, που, όσο ζω, δε θα μπορέσω να τον συγχωρήσω». (Λαϊκό
τραγούδι: ότι είχα στη ζωή όλα στα ’δωσα, μα ποτέ μου η φτωχή δε μετάνιωσα
και με πλήρωσες γι’ αυτά με μια μαχαιριά μέσα στην καρδιά)·
-
μαχαιριά στη πλάτη, πισώπλατο, ύπουλο χτύπημα, ύπουλη ενέργεια: «έφαγε
μια μαχαιριά στην πλάτη απ’ τον καλύτερο φίλο του και κοντεύει να τρελαθεί απ’
τη στενοχώρια του»·
-
τρώω μαχαιριά, δέχομαι ύπουλο χτύπημα: «έπεσε του θανατά ο άνθρωπος,
γιατί έφαγε μαχαιριά απ’ τον καλύτερο φίλο του». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν έχω
φάει μαχαιριά και η πληγή μου είναι βαριά κι αν λίγο παρεκτράπηκα, απόψε
που γλεντάω μη με παρεξηγήσετε, συγνώμη σας ζητάω).