μαυρομύτα,
η, ουσ. [<μαυρο- + μύτη]. 1.
γυναίκα ζηλιάρα και κακιά: «παντρεύτηκε μια μαυρομύτα, που του ’κανε τη ζωή του
ποδήλατο». 2. (στη γλώσσα της αργκό) το μολύβι με το οποίο γίνεται ο
λογαριασμός που πρέπει να πληρώσουμε, ιδίως σε κάποιο κέντρο διασκέδασης, και
αυτός ο ίδιος ο λογαριασμός: «μόλις μας έφεραν τη μαυρομύτα μας έπιασε
πονοκέφαλος»·
-
τι γράφει η μαυρομύτα; βλ. φρ. τι λέει η μαυρομύτα(;)·
- τι λέει η μαυρομύτα; πόσο είναι ο λογαριασμός
που πρέπει να πληρώσουμε(;): «καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε, για να δούμε τώρα τι
λέει η μαυρομύτα;».