αναμάρτητος,
-η, -ο, επίθ.
[<αρχ. ἀναμάρτητος], αναμάρτητος·
- ο
αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω, δεν πρέπει να είμαστε σκληροί σε
κάποιον που έκανε κάποιο σφάλμα, γιατί και εμείς οι ίδιοι κάναμε ή κάνουμε
λάθη, σφάλματα. Λόγια του Χριστού προς τους Εβραίους, που ετοιμάζονταν να
λιθοβολήσουν σύμφωνα με το νόμο τους μια μοιχαλίδα·
- ουδείς
αναμάρτητος, δεν υπάρχει κανείς που να μην έχει κάνει ή που να μην κάνει
λάθη, σφάλματα: «ουδείς αναμάρτητος σ’ αυτή τη ζωή».