ματιάζω,
ρ. [<μάτι + κατάλ. -ιάζω],
επηρεάζω κάποιον αρνητικά με το βλέμμα μου και παθαίνει κάποιο κακό, βασκαίνω:
«έχει τόσο κακό μάτι, που, όποιον δει τον ματιάζει αμέσως». (Λαϊκό τραγούδι: ματιάσαν
την αγάπη μας εχθροί και φίλοι αράδα και το ρομάντζο κράτησε μονάχα
μια βδομάδα)·
-
να σε φτύσω να μη σε ματιάσω βλ. συνηθέστ. φτου, να μη σε ματιάσω(!)·
-
φτου, να μη σε ματιάσω! ή φτου σου, να μη σε ματιάσω! α. ευχετική
έκφραση για αποτροπή βασκανίας: «έγινες πολύ ομορφόπαιδο, φτου, να μη σε
ματιάσω!». β. λέγεται και με ειρωνική ή επιτιμητική διάθεση σε άτομο που
λέει ή κάνει απρέπειες: «δεν ντρέπεσαι να κοροϊδεύεις γέρο άνθρωπο; Φτου σου,
να μη σε ματιάσω!». Το φτου λέγεται αντί φτυσίματος. Συνών. φτου, να
μη (μου) βασκαθείς! ή φτου σου, να μη (μου) βασκαθείς(!)· βλ. και λ.
φτου(!)·
-
φτύσε με να μη με ματιάσεις! προτρεπτική έκφραση στο συνομιλητή μας που
αναφέρεται θαυμαστικά στην καλή υγεία μας ή σε κάποιες επιτυχίες μας, ώστε να
αποτραπεί κάθε πιθανό μάτιασμα. Συνήθως ακολουθεί ελαφρά κλίση του κεφαλιού του
συνομιλητή μας προς το πρόσωπό μας και ακούγεται διπλό ή τριπλό φτου:
«πάλι τα κατάφερες, ρε μπαγάσα, να πάρεις την καλύτερη δουλειά. -Φτύσε με να μη
με ματιάσεις! -Φτου, φτου, φτου!».