ματιά,
η, ουσ. [<μάτι + κατάλ. -ιά], η
ματιά. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
-
η ματιά που σκοτώνει, βλ. συνηθέστ. το βλέμμα που σκοτώνει, λ.
βλέμμα·
-
λοξή ματιά, βλ. φρ. λοξό βλέμμα, λ. βλέμμα·
-
με μια δεύτερη ματιά, με μια δεύτερη πιο προσεκτική, πιο εμπεριστατωμένη
εξέταση, θεώρηση: «στην αρχή μου φάνηκε πως ήταν εύκολη δουλειά, αλλά με μια
δεύτερη ματιά εντόπισα όλες τις δυσκολίες της»·
-
πλάγια ματιά, βλ. φρ. πλάγιο βλέμμα·
-
ρίχνω μια ματιά, κοιτάζω κάπως βιαστικά: «η μητέρα έριξε μια ματιά στο
φαγητό για να δει αν έγινε»·
-
ρίχνω τη ματιά μου, βλέπω, κοιτάζω, ιδίως κάπως αυστηρά: «μόλις έριξα τη
ματιά μου στην αίθουσα, σταμάτησαν αμέσως οι ψίθυροι». (Λαϊκό τραγούδι: όπου
πατώ το πόδι μου και ρίξω τη ματιά μου, μεγάλος ντόρος γίνεται γύρω από
τ’ όνομά μου)·
-
την έκοψα με την πρώτη ματιά, μόλις την είδα, την κατάκτησα ερωτικά:
«έλεγαν πως ήταν δύσκολη, αλλά την έκοψα με την πρώτη ματιά»·
-
της κάνω ματιά, βλ. συνηθέστ. της κλείνω (το) μάτι, λ. μάτι·
-
τον έκοψα με την πρώτη ματιά, μόλις
τον είδα, κατάλαβα αμέσως το χαρακτήρα του, το ποιόν του: «τον έκοψα με την
πρώτη ματιά πως είναι απατεώνας»·
-
του κάνω ματιά, βλ. συνηθέστ. του κλείνω (το) μάτι, λ. μάτι·
-
φαρμακερή ματιά, βλ. φρ. φαρμακερό βλέμμα, λ. βλέμμα·
-
χάρισέ μου μια ματιά, κοίταξέ με: «χάρισέ μου μια ματιά, σκληρόκαρδη!».
Λέγεται περισσότερο ως πείραγμα σε γυναίκα που μας ενδιαφέρει ερωτικά και αυτή
μας αγνοεί.