αβράκωτος,
-η, -ο, επίθ.
[<α- στερητ. + βρακώνω + κατάλ. -τος], που δε φορεί ή που δεν έχει να
φορέσει βρακί, ο ξεβράκωτος και κατ’ επέκταση ο πολύ φτωχός: «είχε το μωρό της
αβράκωτο μέσα στο καροτσάκι || είναι όλοι τους πλουσιόπαιδα και δε θέλουν
κανέναν αβράκωτο στην παρέα τους»·
- αβράκωτος
έβαλε βρακί και σε κάθε πόρτα το ’δειχνε, λέγεται ειρωνικά για άτομο που
επιδεικνύει κάποιο καινούριο απόκτημά του με καμάρι: «πα πα πα μ’ αυτόν τον
άνθρωπο! Αγόρασε ένα κατσαριδάκι κι αβράκωτος έβαλε βρακί και σε κάθε πόρτα το
’δειχνε»· βλ. και φρ. καινούριο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω, λ.
κοσκινάκι.