Αναλήψεως,
της, ουσ. [γεν.
του ουσ. Ἀνάληψις (= η άνοδος του Χριστού στους ουρανούς)]·
- γίνομαι
της Αναλήψεως, (στη γλώσσα της αργκό) εξαφανίζομαι, χάνομαι: «μόλις είδε
τους μπάτσους, έγινε της Αναλήψεως»·
- έγινε
της Αναλήψεως (ενν. κάποιο αντικείμενο), (στη γλώσσα της αργκό)
εξαφανίστηκε, υπεξαιρέθηκε, κλάπηκε: «άφησα για λίγο τον αναπτήρα μου στο
τραπέζι κι έγινε της Αναλήψεως»·
- το
κάνω της Αναλήψεως (ενν. κάποιο αντικείμενο), (στη γλώσσα της αργκό) το
εξαφανίζω, το υπεξαιρώ, το κλέβω: «άφησε τον αναπτήρα του πάνω στο τραπέζι και
κάποιος τον έκανε της Αναλήψεως».