μασούρι,
το, ουσ. [<όψιμο μσν. μασούριον,
υποκορ. του τουρκ. masura]. 1. επίμηκες ξύλο, χαρτόνι ή μέταλλο γύρω
από το οποίο τυλίγεται κλωστή ή νήμα, καθώς και η ποσότητα της κλωστής ή του
νήματος που είναι τυλιγμένη: «δώσε μου τρία μασούρια κόκκινο νήμα». 2.
πολλά χρήματα, ιδίως από λίρες περιτυλιγμένες με χαρτί σε κύλινδρο ή δεσμίδα
από χαρτονομίσματα: «είναι τόσο πλούσιος, που κυκλοφορεί πάντα με μασούρια». (Λαϊκό
τραγούδι: ψάχνουν για κοροϊδάκι, ή κανένα καψουράκι, και οι έξι του κολλάνε,
το μασούρι να του φάνε).Υποκορ. μασουράκι, το (βλ. λ.)·
-
έχει γερό μασούρι, βλ. φρ. έχει χοντρό μασούρι·
-
έχει χοντρό μασούρι, έχει πολλά χρήματα: «δούλεψε σκληρά πολλά χρόνια
στη ξενιτιά και τώρα, που γύρισε στο χωριό, έχει χοντρό μασούρι»·
-
κάν’ τα μασούρι (ενν. τα λεφτά σου) και βάλ’ τα εκεί που ξέρεις (ενν. στον
κώλο σου) ή κάν’ τα μασούρι (ενν. τα λεφτά σου) και βάλ’ τα στον κώλο
σου, ειρωνική απάντηση σε κάποιον που επιχειρεί να μας δωροδοκήσει ή που
μας κάνει επίδειξη τα λεφτά του·
-
τα κάνει μασούρι, μαζεύει, δεν ξοδεύει τα χρήματα που κερδίζει: «δεν
ξοδεύει δραχμή απ’ ότι βγάζει, γιατί τα κάνει μασούρι». Συνήθως θέλει να
δηλώσει πως το άτομο δεν αποταμιεύει τα χρήματα στην τράπεζα, αλλά τα έχει
συγκεντρωμένα στο σπίτι του.