μάσκα,
η, ουσ. [<λατιν. masca], η μάσκα. 1.
η προσωπίδα, η μουτσούνα: «έκρυψε το πρόσωπό του με μια μάσκα || όλα τα
καρναβάλια φορούσαν μάσκες». 2. η γυάλινη προσωπίδα, που χρησιμεύει στην
υποβρύχια κολύμβηση για να φαίνεται καθαρά ο βυθός: «δεν μπορείς να κάνεις
υποβρύχιο ψάρεμα χωρίς μάσκα». 3. ειδικό μηχάνημα που τοποθετείται στους
ασθενείς με αναπνευστικά προβλήματα για την υποστήριξη της αναπνοής τους, η
μάσκα οξυγόνου: «μέχρι να φτάσουν στο νοσοκομείο, μέσα στο ασθενοφόρο
υποστήριξαν την αναπνοή του βάζοντας τη μάσκα στο πρόσωπό του». 4.
(ιδίως για γυναίκες) ειδική πομάδα που απλώνεται στο πρόσωπο για αρκετή ώρα και
στερεοποιείται, γνωστή και ως μάσκα ομορφιάς. 5α. (στη γλώσσα των
ηθοποιών) άσκηση του προσώπου: «τις επόμενες δυο ώρες θα δουλέψουμε μάσκα». β.
το ίδιο το πρόσωπο: «γύρισε μάσκα αριστερά, κοίταξέ τον, και μετά φύγε στο
βάθος με αργό βηματισμό». 6. το προστατευτικό τμήμα που υπάρχει κατά
μήκος του μπροστινού μέρους διαφόρων πραγμάτων: «χτύπησα στον κοτσαδόρο του
αυτοκινήτου που προπορευόταν και χάλασε η μάσκα του αυτοκινήτου μου». 7. (στη
ναυτική γλώσσα) τα πλευρά της πλώρης: «κάθε τόσο η μάσκα του πλοίου χάνονταν
μέσ’ στα θεόρατα κύματα»·
-
ας πέσουν οι μάσκες, βλ. φρ. να πέσουν οι μάσκες·
-
βγάζω τη μάσκα, δείχνω τα πραγματικά μου αισθήματα, αποκαλύπτω τον
πραγματικό μου εαυτό: «μόνο όταν έβγαλε τη μάσκα καταλάβαμε τι σόι κουμάσι
ήταν!». (Λαϊκό τραγούδι: την πονηριά σου κανείς δε φτάνει, άλλα πιστεύεις κι
άλλα μου λες. Βγάλε τη μάσκα σου να ξηγηθούμε, γιατί αργότερα άδικα θα
κλαις)·
-
έπεσαν οι μάσκες, αποκαλύφθηκαν οι πραγματικές προθέσεις κάποιου ή
κάποιων: «μόλις έπεσαν οι μάσκες, καταλάβαμε τι καπνό φουμάρει»·
-
μιλώ με μάσκα, είμαι ανειλικρινής: «μην τον πιστεύεις, γιατί πάντα
μιλάει με μάσκα». (Λαϊκό τραγούδι: μην είσαι ψεύτρα, δίγνωμη, μη μου μιλάς
με μάσκα, γιατί κι εγώ έχω καρδιά, τι κι αν φορώ τραγιάσκα)·
-
να πέσουν οι μάσκες, έφτασε η ώρα να συμπεριφερθούμε με σοβαρότητα, με
ειλικρίνεια: «αφού εκτονωθήκαμε για ένα διάστημα με το να λέει ο καθένας ό,τι
θέλει, τώρα να πέσουν οι μάσκες για να μιλήσουμε σοβαρά». Υπήρξε και ομαδικό
παιδικό παιχνίδι που παιζόταν συνήθως στο σπίτι·
-
πετώ τη μάσκα, βλ. φρ. βγάζω τη μάσκα. (Λαϊκό τραγούδι: ψεύτρα
κοινωνία, πέτα τη μάσκα στη φωτιά και μη καταδικάζεις τα πιο καλά παιδιά)·
-
του βγάζω τη μάσκα, τον υποχρεώνω,
τον αναγκάζω να δείξει τα πραγματικά του αισθήματα, να αποκαλύψει τον
πραγματικό του εαυτό: «μετά από διάφορες πιέσεις του ’βγαλα τη μάσκα κι είδαμε
όλοι πως ήταν εντελώς διαφορετικός απ’ ό,τι μας παρουσιαζόταν»·
-
φορώ μάσκα, κρύβω τα πραγματικά μου αισθήματα, δεν αποκαλύπτω τον
αληθινό μου εαυτό: «σ’ όλη τη διάρκεια της κηδείας φορούσε μάσκα για να μη
φαίνεται ο πόνος του, και προσπαθούσε να δίνει κουράγιο και στους άλλους».