μασημένος,
-η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. μασώ], που
είναι πολτοποιημένος, κομματιασμένος σε πολύ μικρά κομματάκια: «πρέπει να
καταπίνεις την τροφή σου καλά μασημένη || η ταινία είναι μασημένη και δεν
μπορεί να παιχτεί στο μαγνητόφωνο»·
-
μασημένα λόγια, βλ. λ. λόγος·
-
μασημένη τροφή, βλ. λ. τροφή·
-
μασημένο φαΐ, βλ. λ. φαΐ·
-
τα λέω μασημένα, βλ. φρ. τα μασάω (ενν. τα λόγια μου), λ. μασάω.