μασέλα,
η, ουσ. [<ιταλ. mascella], η μασέλα·
η ξένη οδοντοστοιχία: «έχει τόσα πολλά χαλασμένα δόντια, που πρέπει να περάσει
ολόκληρη μασέλα»·
-
θα τρώμε με δέκα μασέλες, πρόβλεψη ή υπόσχεση σε κάποιον ή κάποιους για
μελλοντική ευημερία: «υπομονή, γιατί, μόλις έρθει το κόμμα μας στα πράγματα, θα
τρώμε με δέκα μασέλες»·
-
θα τρώμε με διπλές μασέλες, βλ. φρ. θα τρώμε με δέκα μασέλες·
-
του ’φυγε η μασέλα, α. δέχτηκε ισχυρότατο χτύπημα στη σιαγόνα
του: «έφαγε τέτοια μπουνιά, που του ’φυγε η μασέλα». β. ξεκαρδίστηκε στα
γέλια: «ήταν τόσο πετυχημένο τ’ ανέκδοτο, που, σαν άρχισε να γελάει, του ’φυγε
η μασέλα». γ. έμεινε κατάπληκτος, εμβρόντητος: «μόλις την είδε αγκαλιά
με το φίλο του άντρα της, του ’φυγε η μασέλα». Από το ότι, όταν κάποιος
κυριεύεται από μεγάλη έκπληξη, πολλές φορές ανοίγει υπερβολικά το στόμα του·
-
τρώει με δέκα μασέλες, εκμεταλλεύεται στο έπακρο μια κατάσταση για
προσωπικό του όφελος: «απ’ τη μέρα που βγήκε το κόμμα του, τρώει με δέκα
μασέλες»·
-
τρώει με διπλές μασέλες, βλ. συνηθέστ. τρώει με δέκα μασέλες.