μασάω
κ. μασώ, ρ. [<αρχ. μασῶμαι],
μασώ. 1. τρώω: «τι θα μασήσουμε σήμερα; || τι μασάς πάλι!». 2.
πείθομαι εύκολα, είμαι ευκολόπιστος: «πώς να πάει μπροστά, αφού κάθεται και
μασάει ό,τι του λένε!». 3. έχω συστηματικά σοβαρό κέρδος ή ωφέλεια από
μια εργασία, υπόθεση ή κατάσταση: «απ’ τη μέρα που βγήκε το κόμμα του, μασάει
από χίλιες μεριές || διπλάρωσε έναν πλούσιο κι όλο και κάτι μασάει». 4.
ξοδεύω, σπαταλώ: «μάσησε όλη την περιουσία που του άφησε ο πατέρας του». (Λαϊκό
τραγούδι: τώρα που πήρα το πρώτο το λαχείο, τις τετρακόσιες χιλιάδες
μετρητά, τώρα θα δείτε πώς γλεντούνε μεγαλείο και πώς μασάνε τις χήνες
μια φορά). 5. (για κοπτικά εργαλεία, ιδίως μαχαίρια, ψαλίδια,
νυστέρια) συνθλίβω αυτό που κόβω λόγω κακής συντήρησης ή λόγω πολυχρησίας: «το
μαχαίρι είναι για πέταμα, γιατί μασάει το κρέας || το ψαλίδι θέλει ακόνισμα,
γιατί μασάει το ύφασμα». (Ακολουθούν 33 φρ.)·
-
δε μασάς! α. έκφραση άρνησης με ειρωνική διάθεση: «δώσε μου εκατό
χιλιάρικα που τα χρειάζομαι. -Δε μασάς!». (Λαϊκό τραγούδι: άσ’ τα κόλπα και
τέτοιο ψάρι βρε μαγκίτη δε μασάς, πάλι στο ’πα καταλαβαίνεις πως μου
έγινες μπελάς). β. είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι πιστεύω πως τα
πράγματα έγιναν έτσι όπως μου τα λες ή είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι τα
πράγματα θα έρθουν έτσι όπως τα θέλεις ή έτσι όπως σε συμφέρουν. (Λαϊκό
τραγούδι: θολώνεις τα νερά, θολώνεις τα νερά, στο λέω: δε μασάς σε
πήρα μυρωδιά·
-
δε μασάω! ή δε μασάμε! α. δεν πείθομαι, δεν πιστεύω αυτά
που μου λέει κάποιος και, κατ’ επέκταση, δεν ξεγελιέμαι: «άσε, φίλε, μην
κουράζεσαι, γιατί δε μασάμε!». β. δε φοβάμαι, δεν υπολογίζω κάποιον που
μου συμπεριφέρεται προκλητικά: «εμένα μη μ’ αγριεύεις, γιατί δε μασάω!». Ο πλ.
και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
-
δε μασάω άντερα, βλ. λ. άντερο·
-
δε μασάω κουτόχορτο ή δε μασάμε κουτόχορτο, βλ. λ. κουτόχορτο·
-
δε μασάω σανό ή δε μασάμε σανό, βλ. λ. σανός·
-
δε μασάω χόρτα ή δε μασάω χόρτο ή δε μασάμε χόρτα ή δε
μασάμε χόρτο, βλ. λ. χόρτο·
-
δεν τα μασάω αυτά ή δεν τα μασάμε αυτά, α. δεν πείθομαι,
δεν πιστεύω αυτά που μου λες και κατ’ επέκταση, δεν μπορείς να με ξεγελάσεις,
να με εξαπατήσεις, να με κοροϊδέψεις: «άσε τα κόλπα, γιατί δεν τα μασάω αυτά». (Λαϊκό
τραγούδι: στην πιάτσα που μεγάλωσα αυτά δεν τα μασάμε· κι άσε,
λοιπόν, τις μηχανές αφού δε σου περνάνε). Συνών. δεν τα τρώω αυτά. β.
απειλητική έκφραση σε κάποιον που μας συμπεριφέρεται προκλητικά, που
προσπαθεί με διάφορους δυναμικούς τρόπους να μας φοβίσει ή να μας επιβληθεί και
έχει την έννοια πως δεν το φοβόμαστε, πως δεν είμαστε διατεθειμένοι να τον
πιστέψουμε: «σε μένα μην κάνεις τον άγριο, γιατί δεν τα μασάμε αυτά». Πολλές
φορές, άλλοτε προτάσσεται της φρ. και άλλοτε ακολουθεί το ρ. της φρ. το εγώ ή
το εμείς. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. δεν
τα σηκώνω αυτά / δεν τα τρώω αυτά·
-
είναι (για) να μασάς κουκιά και να τα φτύνεις, βλ. λ. κουκί·
-
καλύτερα να μασάς παρά να μιλάς, βλ. λ. μιλώ·
-
μασάει η κατσίκα ταραμά; βλ. λ. κατσίκα·
-
μασάει κουτόχορτο, βλ. λ. κουτόχορτο·
-
μασάει μαστίχα, βλ. λ. μαστίχα·
-
μασάει σανό, βλ. λ. σανός·
-
μασάει σίδερα και τα φτύνει πινέζες, βλ. λ. σίδερο·
-
μασάει τα λόγια του, βλ. λ. λόγος·
-
μασάει χόρτα ή μασάει χόρτο, βλ. λ. χόρτο·
-
μασάω κάγκελα, βλ. λ. κάγκελο·
-
μασάω σίδερα, βλ. λ. σίδερο·
-
μασάω τη φόλα, βλ. λ. φόλα·
-
μασάω τσίκλα, βλ. λ. τσίκλα·
-
μασάω τσίχλα, βλ. λ. τσίχλα·
-
μη μασάς! προτρεπτική ή συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον, να μην
πιστεύει αυτά που του λένε: «μου υποσχέθηκε πως θα μου δώσει όσα χρήματα μου
χρειάζονται. -Μη μασάς, γιατί ο τύπος είναι όλο υποσχέσεις!»·
-
μη μασάς παραμύθι, βλ. λ. παραμύθι·
-
μου τα μασάς, μου μιλάς με υπεκφυγές, με υπονοούμενα, δε μου λες όλη την
αλήθεια: «σου ζήτησα να μου πεις τι ακριβώς έγινε κι εσύ μια ώρα τώρα μου τα
μασάς»·
-
τα μασάω, κερδίζω πολλά χρήματα, συνήθως όχι από νόμιμη δουλειά ή
επιχείρηση: «έχει στήσει ένα στοιχηματζίδικο στη ζούλα και τα μασάει μια χαρά».
(Λαϊκό τραγούδι: είναι μάγκες γυμνασμένοι και ατσίδες στη δουλειά· τα
μασάνε με το γάντι και δε βγάζουνε μιλιά)·
-
τα μασάω (ενν. τα λεφτά μου), ξοδεύω τα χρήματά μου ασυλλόγιστα, ιδίως
για προσωπική μου ευχαρίστηση: «όσα βγάζει, τα μασάει μέχρι δεκάρα». (Λαϊκό
τραγούδι: κι αν το ’χω ρίξει στην τρελή και τα μασάω μέχρι ψιλή κι αν
μόλις πίνω δυο κρασιά, τα πίνω και τα σπάω, μη με παραξηγήσετε συγνώμη σας
ζητάω)·
-
τα μασάω (ενν. τα λόγια μου), αποφεύγω, διστάζω να ομολογήσω κάτι,
προσπαθώ να αποκρύψω κάτι, δε μιλώ καθαρά, μιλώ με υπεκφυγές: «εγώ δεν τα μασάω
ποτέ κι ό,τι είναι να πω, το λέω καθαρά και ξάστερα»·
-
τα μασάω, (γενικά) δε φοβάμαι, δεν υπολογίζω κάποιον ή κάτι: «εγώ κάτι
αντράκια σαν και σένα τα μασάω || βάλε μου κάτι πιο δύσκολο να κάνω, γιατί αυτά
που μου ’βαλες τα μασάω»·
-
τη γαμάς κι αυτή μασάει μαστίχα, βλ. λ. μαστίχα·
-
τη γαμάς κι αυτή μασάει τσίκλα, βλ. λ. τσίκλα·
-
τη μασάω μαστίχα, βλ. λ. μαστίχα·
-
τον μασάω, τον κατανικώ με μεγάλη ευκολία: «δεν παλεύει μαζί μου, γιατί
ξέρει πως τον μασάω». (Τραγούδι: άμα βλέπω φανταράκια μου ’ρχεται να τρελαθώ
τέτοιοι άντρες τον μασάνε τον εχθρό)·
-
του τα μασάω (ενν. τα λεφτά), του αποσπώ συστηματικά χρήματα: «κάνει την
ερωτευμένη σ’ ένα γεροντάκι και του τα μασάει». (Λαϊκό τραγούδι: Αρετσού και
Δαλαμάγκα, μου τα μάσησε τα φράγκα).