Μάρω,
η, κύρ. όν. [<Μαρία], χαϊδευτικό
του Μαρία·
-
η γης καταποντίζεται κι η Μάρω καθρεφτίζεται, βλ. λ. γη·
-
κυρά Μάρω, χαϊδευτική αναφορά στην
αλεπού: «η κυρά Μάρω έχει ταράξει τα κοτέτσια του χωριού». (Παιδικό τραγούδι: στο
δρόμο που επήγαινε βλέπει μι’ αλεπού κι η αλεπού τον ρώτησε γάιδαρε για πού. Δε
σου λέω αλεπού τι δρόμο θε να πάρω, την κακή τη σκέψη σου την ξέρω κυρά Μάρω).