μαρτυρία,
η, ουσ. [<αρχ. μαρτυρία], η
μαρτυρία·
-
έχει την έξωθεν καλή μαρτυρία, έχει υπόληψη, έχει καλή φήμη, όλοι
εκφράζονται γι’ αυτόν θετικά: «θα του εμπιστευτώ αυτή τη δουλειά, γιατί έχει
την έξωθεν καλή μαρτυρία».
μαρτυρία,
η, ουσ. [<αρχ. μαρτυρία], η
μαρτυρία·
-
έχει την έξωθεν καλή μαρτυρία, έχει υπόληψη, έχει καλή φήμη, όλοι
εκφράζονται γι’ αυτόν θετικά: «θα του εμπιστευτώ αυτή τη δουλειά, γιατί έχει
την έξωθεν καλή μαρτυρία».