μαρουλόφυλλο,
το, ουσ. [<μαρούλι + φύλλο], το
μαρουλόφυλλο· συνήθως στον πλ. τα μαρουλόφυλλα, τα ψέματα, οι ψευτιές,
οι ανακρίβειες: «άσε τα μαρουλόφυλλα και πες μας πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα
|| τι μαρουλόφυλλα είναι αυτά που μας λες!»·
-
δεν τρώω μαρουλόφυλλα ή δεν τρώμε μαρουλόφυλλα, βλ. φρ. δεν
τρώω κουτόχορτο ή δεν τρώμε κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο·
-
τρώει μαρουλόφυλλα, βλ. φρ. τρώει κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο.